κωλυτέον: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωλῡτέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κωλύειν, Ξεν. Ἱέρων 8, 9. 2) κωλυτέος, α, ον, ὃν δεῖ κωλύειν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825. | |lstext='''κωλῡτέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κωλύειν, Ξεν. Ἱέρων 8, 9. 2) κωλυτέος, α, ον, ὃν δεῖ κωλύειν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κωλῡτέον:''' ρημ. επίθ. του [[κωλύω]], αυτό που πρέπει να κρύψει, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must hinder, X.Hier.8.9, Gal.10.649, al. 2 κωλῡ-τέος, α, ον, to be hindered or stopped, Hp.Art.58, D.H.10.40.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κωλύειν, Ξεν. Ἱέρων 8, 9. 2) κωλυτέος, α, ον, ὃν δεῖ κωλύειν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825.
Greek Monotonic
κωλῡτέον: ρημ. επίθ. του κωλύω, αυτό που πρέπει να κρύψει, σε Ξεν.