κηραχάτης: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηρᾰχάτης''': χᾱ, ου, ὁ, [[εἶδος]] ἀχάτου ἔχοντος κήρινον [[χρῶμα]], Πλίν. 37. 54.
|lstext='''κηρᾰχάτης''': χᾱ, ου, ὁ, [[εἶδος]] ἀχάτου ἔχοντος κήρινον [[χρῶμα]], Πλίν. 37. 54.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηραχάτης]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] αχάτη λίθου με κέρινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀχάτης]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρᾰχάτης Medium diacritics: κηραχάτης Low diacritics: κηραχάτης Capitals: ΚΗΡΑΧΑΤΗΣ
Transliteration A: kērachátēs Transliteration B: kērachatēs Transliteration C: kirachatis Beta Code: khraxa/ths

English (LSJ)

[χᾱ], ου, ὁ,

   A wax-agate, Plin.HN37.139.

German (Pape)

[Seite 1433] ὁ, wachsgelber Achat, Plin. H. N. 37, 10, 54.

Greek (Liddell-Scott)

κηρᾰχάτης: χᾱ, ου, ὁ, εἶδος ἀχάτου ἔχοντος κήρινον χρῶμα, Πλίν. 37. 54.

Greek Monolingual

κηραχάτης, ὁ (Α)
είδος αχάτη λίθου με κέρινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + ἀχάτης.