σαρκοπέδη: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_10)
 
(36)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκοπέδη''': ἡ, ὁ δεσμὸς τῆς σαρκός, Γρηγ. Ναζ.
|lstext='''σαρκοπέδη''': ἡ, ὁ δεσμὸς τῆς σαρκός, Γρηγ. Ναζ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[δεσμός]] της σάρκας του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τροχο</i>-[[πέδη]])].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοπέδη: ἡ, ὁ δεσμὸς τῆς σαρκός, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
δεσμός της σάρκας του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο-πέδη)].