διαισθάνομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαισθάνομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ., καθαρῶς ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], [[διακρίνω]] ἐντελῶς, τι Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, Σοφ. 253D, κτλ.
|lstext='''διαισθάνομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ., καθαρῶς ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], [[διακρίνω]] ἐντελῶς, τι Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, Σοφ. 253D, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> διῃσθόμην, <i>etc.</i><br />percevoir distinctement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αἰσθάνομαι]].
}}
}}