ἔρευγμα: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(6_21) |
(14) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρευγμα''': τό, = [[ἔρυγμα]]: ἐν τῷ πληθ., ἐρεύγματα, πολυτελῆ ἐδέσματα, Γρηγόρ. Ναζ. Ἐπιγρ. 166. | |lstext='''ἔρευγμα''': τό, = [[ἔρυγμα]]: ἐν τῷ πληθ., ἐρεύγματα, πολυτελῆ ἐδέσματα, Γρηγόρ. Ναζ. Ἐπιγρ. 166. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔρευγμα]] και [[ἔρυγμα]], τὸ (Α) [[[ερεύγομαι]] (I)]<br /><b>1.</b> [[ερευγμός]], [[ρέψιμο]], [[ιδίως]] για [[φαγητό]] που επιφέρει εμετό<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐρεύγματα</i><br />τα πολυτελή εδέσματα (<b>Γρηγ. Ναζ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1025] τό, = ἔρυγμα, bei Greg. Naz. Speisen, die Aufstoßen verursachen.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρευγμα: τό, = ἔρυγμα: ἐν τῷ πληθ., ἐρεύγματα, πολυτελῆ ἐδέσματα, Γρηγόρ. Ναζ. Ἐπιγρ. 166.
Greek Monolingual
ἔρευγμα και ἔρυγμα, τὸ (Α) [[[ερεύγομαι]] (I)]
1. ερευγμός, ρέψιμο, ιδίως για φαγητό που επιφέρει εμετό
2. στον πληθ. τὰ ἐρεύγματα
τα πολυτελή εδέσματα (Γρηγ. Ναζ.).