3,274,246
edits
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτωχόμουσος''': -ον, ὁ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3. 1 μνημονεύει τὴν φράσιν, πτ. [[κόλαξ]] ἐκ τοῦ Γοργίου χαρακτηρίζων αὐτὴν ὡς ψυχράν· ἡ [[σημασία]] ἀμφίβ.· [[ἴσως]], ὁ ζῶν (ἢ [[μᾶλλον]] πεινῶν, λιμώττων) ἐκ τῆς εὐφυΐας του. | |lstext='''πτωχόμουσος''': -ον, ὁ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3. 1 μνημονεύει τὴν φράσιν, πτ. [[κόλαξ]] ἐκ τοῦ Γοργίου χαρακτηρίζων αὐτὴν ὡς ψυχράν· ἡ [[σημασία]] ἀμφίβ.· [[ἴσως]], ὁ ζῶν (ἢ [[μᾶλλον]] πεινῶν, λιμώττων) ἐκ τῆς εὐφυΐας του. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />ingénieux pour mendier.<br />'''Étymologie:''' [[πτωχός]], [[μοῦσα]]. | |||
}} | }} |