ἑξάπους: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑξάπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἓξ πόδας ἔχων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 16. ΙΙ. = [[ἑξάπεδος]], Λουκ. Κρον. 17, Πλουτ. Λούκουλ. 37. 2) ἐν τῇ στιχουργίᾳ, [[στίχος]] ἔχων ἓξ πόδας, τοῦτο τὸ [[μέτρον]] ἡρωϊκόν ἐστιν, ἑξάπουν, τέλειον, κατὰ [[πόδα]] δάκτυλον βαινόμενον Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. Ὀνομ. τ. 5. σ. 21, 7, ἔκδ. Reïske., πρβλ. ἕξπους.
|lstext='''ἑξάπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἓξ πόδας ἔχων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 16. ΙΙ. = [[ἑξάπεδος]], Λουκ. Κρον. 17, Πλουτ. Λούκουλ. 37. 2) ἐν τῇ στιχουργίᾳ, [[στίχος]] ἔχων ἓξ πόδας, τοῦτο τὸ [[μέτρον]] ἡρωϊκόν ἐστιν, ἑξάπουν, τέλειον, κατὰ [[πόδα]] δάκτυλον βαινόμενον Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. Ὀνομ. τ. 5. σ. 21, 7, ἔκδ. Reïske., πρβλ. ἕξπους.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ἑξάποδος<br />long, large <i>ou</i> haut de six pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[πούς]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάπους Medium diacritics: ἑξάπους Low diacritics: εξάπους Capitals: ΕΞΑΠΟΥΣ
Transliteration A: hexápous Transliteration B: hexapous Transliteration C: eksapous Beta Code: e(ca/pous

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A six-footed, Arist.PA683b2.    II = ἑξάπεδος, Luc.Sat.17; κολοσσός Plu.Luc.37; λίθος Milet. 7.57 (Didyma).    2 of metre, of six feet, D.H.Comp.4. Cf. ἕξπους.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἓξ πόδας ἔχων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 16. ΙΙ. = ἑξάπεδος, Λουκ. Κρον. 17, Πλουτ. Λούκουλ. 37. 2) ἐν τῇ στιχουργίᾳ, στίχος ἔχων ἓξ πόδας, τοῦτο τὸ μέτρον ἡρωϊκόν ἐστιν, ἑξάπουν, τέλειον, κατὰ πόδα δάκτυλον βαινόμενον Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. Ὀνομ. τ. 5. σ. 21, 7, ἔκδ. Reïske., πρβλ. ἕξπους.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ἑξάποδος
long, large ou haut de six pieds.
Étymologie: ἕξ, πούς.