ἔξωρος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξωρος''': -ον, (ὥρα) ἔξω τοῦ καιροῦ, [[ἀνάρμοστος]], [[ἀπρεπής]], [[μανθάνω]] δ’ [[ὁθούνεκα]] ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Σοφ. Ἠλ. 618· ὁ ἔξω τῆς ὥρας τῆς νεότητος, μὴ πλέον [[νεαρός]], οὐτοσὶ δὲ [[ἔξωρος]] ἐγίνετο Αἰσχίν. 1. 95· οὗ, [[καίπερ]] ἐξώρου γενομένου, διετέλει... ἐρᾶν Πλουτ. Σύλλ. 36· [[μετὰ]] γεν., ὁ μὴ δυνάμενος [[ἕνεκα]] τῆς προκεχωρηκυίας ἡλικίας [[αὐτοῦ]] ν’ ἀπολαύσῃ τινός, [[γέρων]] ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος [[ἔξωρος]] Λουκ. Ἑρμότ. 78. - Ἐπίρρ. ἐξώρως ἔχειν τινὸς Φιλόστρ. 521. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξώροις· γραίαις, ἢ γέρουσιν» καὶ «ἔξωρον· τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον, ἢ παλαιὸν».
|lstext='''ἔξωρος''': -ον, (ὥρα) ἔξω τοῦ καιροῦ, [[ἀνάρμοστος]], [[ἀπρεπής]], [[μανθάνω]] δ’ [[ὁθούνεκα]] ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Σοφ. Ἠλ. 618· ὁ ἔξω τῆς ὥρας τῆς νεότητος, μὴ πλέον [[νεαρός]], οὐτοσὶ δὲ [[ἔξωρος]] ἐγίνετο Αἰσχίν. 1. 95· οὗ, [[καίπερ]] ἐξώρου γενομένου, διετέλει... ἐρᾶν Πλουτ. Σύλλ. 36· [[μετὰ]] γεν., ὁ μὴ δυνάμενος [[ἕνεκα]] τῆς προκεχωρηκυίας ἡλικίας [[αὐτοῦ]] ν’ ἀπολαύσῃ τινός, [[γέρων]] ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος [[ἔξωρος]] Λουκ. Ἑρμότ. 78. - Ἐπίρρ. ἐξώρως ἔχειν τινὸς Φιλόστρ. 521. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξώροις· γραίαις, ἢ γέρουσιν» καὶ «ἔξωρον· τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον, ἢ παλαιὸν».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’est pas de saison, intempestif, déplacé;<br /><b>2</b> qui n’est plus de saison, vieux, suranné ; avec le gén., qui a passé l’âge de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὥρα]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξωρος Medium diacritics: ἔξωρος Low diacritics: έξωρος Capitals: ΕΞΩΡΟΣ
Transliteration A: éxōros Transliteration B: exōros Transliteration C: eksoros Beta Code: e)/cwros

English (LSJ)

ον, (ὥρα)

   A untimely, out of season, unfitting, ἔξωρα πράσσω S.El.618.    2 too late, too old, superannuated, Aeschin.1.95, Plu. Sull.36, Luc.Herm.78, al. (also glossed by ἐξαέτης as though ἕξωρος, EM350.2): c. gen., too old for .., τοῦ ἐρᾶν Luc.Merc.Cond.7. Adv. -ρως, ἔχειν τοῦ ἀποδημεῖν Philostr.VS1.21.8.

German (Pape)

[Seite 891] (ὥρα), außer der Zeit; – a) unzeitig, ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph. El. 618, VLL. ἄκαιρος. – b) über die Blüthe der Jahre hinaus, VLL. παλαιός, παρηκμακώς, zu alt, Aesch. 1, 95; γυνή, verblüht, Luc. Alex. 6; γέρων ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος ἔξωρος Hermot. 78, wie τοῦ ἐρᾶν, über das Alter, wo man verliebt ist, hinaus, merc. cond. 7; Plut. Sull. 36 u. a. Sp. – Auch adv., ἐξώρως ἔχειν τοῦ ἀποδημεῖν Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξωρος: -ον, (ὥρα) ἔξω τοῦ καιροῦ, ἀνάρμοστος, ἀπρεπής, μανθάνω δ’ ὁθούνεκα ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Σοφ. Ἠλ. 618· ὁ ἔξω τῆς ὥρας τῆς νεότητος, μὴ πλέον νεαρός, οὐτοσὶ δὲ ἔξωρος ἐγίνετο Αἰσχίν. 1. 95· οὗ, καίπερ ἐξώρου γενομένου, διετέλει... ἐρᾶν Πλουτ. Σύλλ. 36· μετὰ γεν., ὁ μὴ δυνάμενος ἕνεκα τῆς προκεχωρηκυίας ἡλικίας αὐτοῦ ν’ ἀπολαύσῃ τινός, γέρων ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος ἔξωρος Λουκ. Ἑρμότ. 78. - Ἐπίρρ. ἐξώρως ἔχειν τινὸς Φιλόστρ. 521. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξώροις· γραίαις, ἢ γέρουσιν» καὶ «ἔξωρον· τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον, ἢ παλαιὸν».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’est pas de saison, intempestif, déplacé;
2 qui n’est plus de saison, vieux, suranné ; avec le gén., qui a passé l’âge de.
Étymologie: ἐξ, ὥρα.