φυτουργεῖον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(6_22) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῠτουργεῖον''': τό, φυτοκομεῖον, δενδροκομεῖον, Διόδ. 2. 10 καὶ 13· κοινῶς φέρεται φυτούργιον, ἐν Γλωσσ. | |lstext='''φῠτουργεῖον''': τό, φυτοκομεῖον, δενδροκομεῖον, Διόδ. 2. 10 καὶ 13· κοινῶς φέρεται φυτούργιον, ἐν Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[φυτούργιον]], τὸ, Α [[φυτουργός]]<br />[[φυτώριο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A nursery-garden, D.S.2.10,13; vulg., φυτούργιον, as in Gloss.
German (Pape)
[Seite 1320] τό, = φυτούργιον, Diod. Sic. 2, 10, jetzt aufgenommene v. l.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτουργεῖον: τό, φυτοκομεῖον, δενδροκομεῖον, Διόδ. 2. 10 καὶ 13· κοινῶς φέρεται φυτούργιον, ἐν Γλωσσ.
Greek Monolingual
και φυτούργιον, τὸ, Α φυτουργός
φυτώριο.