ἄλειαρ: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλειαρ''': -ατος, τό, ποιητ. ([[ἀλέω]]), [[ἄλευρον]] [[κυρίως]] ἐκ σίτου ἀπαντᾷ μόνον κατὰ πληθ. ἀλείατα, τά: ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, Ὀδ. Υ.108, πρβλ. [[ἄλευρον]].
|lstext='''ἄλειαρ''': -ατος, τό, ποιητ. ([[ἀλέω]]), [[ἄλευρον]] [[κυρίως]] ἐκ σίτου ἀπαντᾷ μόνον κατὰ πληθ. ἀλείατα, τά: ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, Ὀδ. Υ.108, πρβλ. [[ἄλευρον]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />farine de froment.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 91] ατος, τό ίἀλέω), Mehl, bes. Weizenmehl, Hom. einmal, Od. 20, 108 ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα; – vgl. ἄλευρον.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλειαρ: -ατος, τό, ποιητ. (ἀλέω), ἄλευρον κυρίως ἐκ σίτου ἀπαντᾷ μόνον κατὰ πληθ. ἀλείατα, τά: ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, Ὀδ. Υ.108, πρβλ. ἄλευρον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
farine de froment.
Étymologie: ἀλέω.