νεόχερσος: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
(6_5)
 
(26)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόχερσος''': γῆ, γῆ [[χέρσος]] νεωστὶ ἀροθεῖσα, «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη» Ἡσύχ., [[ἔνθα]] [[νεώχερμος]].
|lstext='''νεόχερσος''': γῆ, γῆ [[χέρσος]] νεωστὶ ἀροθεῖσα, «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη» Ἡσύχ., [[ἔνθα]] [[νεώχερμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νεόχερσος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[νεόχερσος]] γῆ» — ακαλλιέργητη γεωργική [[έκταση]] που [[μόλις]] οργώθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χέρσος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νεόχερσος: γῆ, γῆ χέρσος νεωστὶ ἀροθεῖσα, «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη» Ἡσύχ., ἔνθα νεώχερμος.

Greek Monolingual

νεόχερσος, -ον (Α)
φρ. «νεόχερσος γῆ» — ακαλλιέργητη γεωργική έκταση που μόλις οργώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + χέρσος.