μονή: Difference between revisions
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονή''': ἡ, ([[μένω]]) τὸ μένειν, παραμένειν, βραδύνειν, διαμένειν, Εὐρ. Τρῳ. 1129, Ἡρ. Μαιν. 957, Ἀριστοφ. Ὄρν. 417, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 5, κτλ.· ἀντίθετ. τῷ [[ἔξοδος]], Ἡρόδ. 1. 94· τοῦ [[φορά]], Πλάτ. Κρατ. 437Β· τοῦ [[κίνησις]], Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 9, κ. ἀλλ.· μονὴν ποιεῖσθαι, ἀργοπορεῖν, βραδύνειν, Θουκ. 1. 131. 2) [[παραμονή]], συνεχὴς [[διάρκεια]], τοῦ αἰσθήματος Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3, πρβλ. π. Ψυχ. 1. 4, 12. ΙΙ. [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἵσταταί τις ἢ μένει, [[σταθμός]], Παυσ. 10. 31, 7· [[τόπος]] διαμονῆς, [[κατάλυμα]], Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιδ΄, 2. ΙΙΙ. = [[μοναστήριον]], Ἀθαν. Ι, 368C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 220C, Παλλαδ. Λαυσ. 1020C, κλ. 2) ὁ μοναστικὸς [[βίος]], Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1052Α. | |lstext='''μονή''': ἡ, ([[μένω]]) τὸ μένειν, παραμένειν, βραδύνειν, διαμένειν, Εὐρ. Τρῳ. 1129, Ἡρ. Μαιν. 957, Ἀριστοφ. Ὄρν. 417, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 5, κτλ.· ἀντίθετ. τῷ [[ἔξοδος]], Ἡρόδ. 1. 94· τοῦ [[φορά]], Πλάτ. Κρατ. 437Β· τοῦ [[κίνησις]], Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 9, κ. ἀλλ.· μονὴν ποιεῖσθαι, ἀργοπορεῖν, βραδύνειν, Θουκ. 1. 131. 2) [[παραμονή]], συνεχὴς [[διάρκεια]], τοῦ αἰσθήματος Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3, πρβλ. π. Ψυχ. 1. 4, 12. ΙΙ. [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἵσταταί τις ἢ μένει, [[σταθμός]], Παυσ. 10. 31, 7· [[τόπος]] διαμονῆς, [[κατάλυμα]], Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιδ΄, 2. ΙΙΙ. = [[μοναστήριον]], Ἀθαν. Ι, 368C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 220C, Παλλαδ. Λαυσ. 1020C, κλ. 2) ὁ μοναστικὸς [[βίος]], Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1052Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de s’arrêter :<br /><b>1</b> halte, séjour;<br /><b>2</b> retard, lenteur ; <i>particul.</i> repos, pause;<br /><b>II.</b> auberge, hôtellerie.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (μένω)
A abiding, tarrying, E.Tr.1129, HF957, Ar.Av.418 (lyr.), X.An.5.1.5, etc.; opp. ἔξοδος, Hdt.1.94; opp. φορά, Pl.Cra. 437b; opp. κίνησις, Arist.Ph.205a17; τὴν μονὴν ποιεῖσθαι make delay, tarry, Th.1.131; μὴ λαμβάνειν μονὴν μηδὲ στάσιν Plb.4.41.4; μ. τις καὶ στάσις τῆς φωνῆς Aristox.Harm.p.12 M.: pl., Arist.Ph.230a20; κινήσεις ἢ μοναί Id.de An.408b18; μονὰς ποιεῖσθαι Str.1.3.12; persistence, continuance, τοῦ αἰσθήματος Arist.APo.99b36. 2 permanence, τῆς γῆς Epicur.Nat.11.10, cf. Dam.Pr.36. 3 Gramm., preservation, τοῦ ν A.D.Pron.50.25. II stopping-place, station, Paus.10.31.7; apartment, Ev.Jo.14.2,23; quarters, billets, OGI527.5 (Hierapolis). 2 monastery, Just.Nov.133.1, etc. III appearance in a court of law, PHib.93.2, 111.31 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 202] ἡ, das Bleiben, Verweilen; Eur. Troad. 1129 Herc. Fur. 957; Her. 1, 94; Thuc. 7, 47, μονὴν ποιεῖσθαι, sich aufhalten, 1, 131; ἡ ἐν Τροίᾳ μονὴ τοῦ πλήθους, Plat. Crat. 395 a; Ggstz von φορά, ib. 437 b u. öfter; Xen. An. 5, 1, 5; Sp., μονὴν καὶ στάσιν λαβεῖν, Pol. 4, 41, 4. – Das Kloster, Phot. bibl. 79 b 36, oft.
Greek (Liddell-Scott)
μονή: ἡ, (μένω) τὸ μένειν, παραμένειν, βραδύνειν, διαμένειν, Εὐρ. Τρῳ. 1129, Ἡρ. Μαιν. 957, Ἀριστοφ. Ὄρν. 417, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 5, κτλ.· ἀντίθετ. τῷ ἔξοδος, Ἡρόδ. 1. 94· τοῦ φορά, Πλάτ. Κρατ. 437Β· τοῦ κίνησις, Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 9, κ. ἀλλ.· μονὴν ποιεῖσθαι, ἀργοπορεῖν, βραδύνειν, Θουκ. 1. 131. 2) παραμονή, συνεχὴς διάρκεια, τοῦ αἰσθήματος Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3, πρβλ. π. Ψυχ. 1. 4, 12. ΙΙ. τόπος ἔνθα ἵσταταί τις ἢ μένει, σταθμός, Παυσ. 10. 31, 7· τόπος διαμονῆς, κατάλυμα, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιδ΄, 2. ΙΙΙ. = μοναστήριον, Ἀθαν. Ι, 368C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 220C, Παλλαδ. Λαυσ. 1020C, κλ. 2) ὁ μοναστικὸς βίος, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1052Α.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action de s’arrêter :
1 halte, séjour;
2 retard, lenteur ; particul. repos, pause;
II. auberge, hôtellerie.
Étymologie: μένω.