σχεδίασμα: Difference between revisions
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
(6_21) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχεδίασμα''': τό, ἐκ τοῦ προχείρου [[ὁμιλία]] ἢ [[ἐνέργεια]], Κικ. πρὸς Ἀττικ. 15. 19, 2. | |lstext='''σχεδίασμα''': τό, ἐκ τοῦ προχείρου [[ὁμιλία]] ἢ [[ἐνέργεια]], Κικ. πρὸς Ἀττικ. 15. 19, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[σχεδιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχεδιογράφημα]], [[σχέδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει λεχθεί, γραφεί ή γίνει [[χωρίς]] προηγούμενη [[προετοιμασία]], στα [[πρόχειρα]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) αλλόκοτη [[επιθυμία]], [[παραξενιά]], [[καπρίτσιο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A freak, whim, caprice, Cic.Att.15.19.2.
German (Pape)
[Seite 1054] τό, das aus dem Stegreif, hurtig, nachlässig Gesagte, Gethane, Geschriebene, Cic. Att. 15, 19.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδίασμα: τό, ἐκ τοῦ προχείρου ὁμιλία ἢ ἐνέργεια, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 15. 19, 2.
Greek Monolingual
το, ΝΑ σχεδιάζω
νεοελλ.
σχεδιογράφημα, σχέδιο
αρχ.
1. καθετί που έχει λεχθεί, γραφεί ή γίνει χωρίς προηγούμενη προετοιμασία, στα πρόχειρα
2. (κυρίως) αλλόκοτη επιθυμία, παραξενιά, καπρίτσιο.