πολυδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠδάκτυλος''': -ον, ὁ πολλοὺς ἔχων δακτύλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 30, π. Ζ. Μορ. 2, 16, 7, κ. ἀλλ.
|lstext='''πολῠδάκτυλος''': -ον, ὁ πολλοὺς ἔχων δακτύλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 30, π. Ζ. Μορ. 2, 16, 7, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυδάκτυλος]], -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από [[πολυδακτυλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μακρο</i>-[[δάκτυλος]])].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδάκτῠλος Medium diacritics: πολυδάκτυλος Low diacritics: πολυδάκτυλος Capitals: ΠΟΛΥΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: polydáktylos Transliteration B: polydaktylos Transliteration C: polydaktylos Beta Code: poluda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A manytoed, Arist.HA499b8, PA659a23,al.

German (Pape)

[Seite 661] vielfingerig; ζῷα, Arist. partt. anim. 2, 16 H. A. 2, 10; Luc. am. 45.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠδάκτυλος: -ον, ὁ πολλοὺς ἔχων δακτύλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 30, π. Ζ. Μορ. 2, 16, 7, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν
1. αυτός που έχει πολλά δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από πολυδακτυλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δάκτυλος (πρβλ. μακρο-δάκτυλος)].