γνωρίζω: Difference between revisions
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γνωρίζω''': μέλλ. ἀττ.-ῐῶ· πρκμ. ἐγνώρῐκα Πλάτ. Φαίδρ. 262Β (√ΓΝΟ, γιγνώσκω)· [[κάμνω]] γνωστόν, δεικνύω, ἐξηγοῦμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 487, κ. ἀλλ.·― ἀλλ’ ἡ μεταβατικὴ αὕτη [[σημασία]] κατὰ τὸ πλεῖστον φαίνεται ἐν τῷ παθητικῷ, [[γίνομαι]] [[γνωστός]], Πλάτ. Πολ. 428Α, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 12, 1, κτλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] γνωστόν, τινά τινι Πλούτ. Φαβ. 21. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς τὸ εἰδέναι ἢ ἐγνωκέναι, [[λαμβάνω]] γνῶσίν τινος, [[γίνομαι]] [[γνώριμος]] μέ τινα ἢ μέ τι, [[ἀνακαλύπτω]], μ. μετοχ., [[τοὖργον]] ὡς οὐ γνωριοῖμί σοι... δόλῳ προσέρπον Σοφ. Ο.Τ. 538, πρβλ. Θουκ. 5.103, Μένανδ. Ἀσπ. 8, Πλάτ., κ. άλλ., Ἀριστ. Φυσ. 1. 1, 1, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] γν. [[περί]] τι ἢ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 3, 6., 6.11,13. 2) προσκτῶμαι γνωριμίαν μέ τινα, τινὰ Πλάτ. Λάχ. 181C, Δημ. 924. 28.― Παθ., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ, οἵτινες εἶχον λάβει τὴν γνωριμίαν του, ὁ αὐτ. 925. 5. | |lstext='''γνωρίζω''': μέλλ. ἀττ.-ῐῶ· πρκμ. ἐγνώρῐκα Πλάτ. Φαίδρ. 262Β (√ΓΝΟ, γιγνώσκω)· [[κάμνω]] γνωστόν, δεικνύω, ἐξηγοῦμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 487, κ. ἀλλ.·― ἀλλ’ ἡ μεταβατικὴ αὕτη [[σημασία]] κατὰ τὸ πλεῖστον φαίνεται ἐν τῷ παθητικῷ, [[γίνομαι]] [[γνωστός]], Πλάτ. Πολ. 428Α, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 12, 1, κτλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] γνωστόν, τινά τινι Πλούτ. Φαβ. 21. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς τὸ εἰδέναι ἢ ἐγνωκέναι, [[λαμβάνω]] γνῶσίν τινος, [[γίνομαι]] [[γνώριμος]] μέ τινα ἢ μέ τι, [[ἀνακαλύπτω]], μ. μετοχ., [[τοὖργον]] ὡς οὐ γνωριοῖμί σοι... δόλῳ προσέρπον Σοφ. Ο.Τ. 538, πρβλ. Θουκ. 5.103, Μένανδ. Ἀσπ. 8, Πλάτ., κ. άλλ., Ἀριστ. Φυσ. 1. 1, 1, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] γν. [[περί]] τι ἢ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 3, 6., 6.11,13. 2) προσκτῶμαι γνωριμίαν μέ τινα, τινὰ Πλάτ. Λάχ. 181C, Δημ. 924. 28.― Παθ., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ, οἵτινες εἶχον λάβει τὴν γνωριμίαν του, ὁ αὐτ. 925. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> γνωρίσω, <i>att.</i> –ιῶ ; <i>ao.</i> ἐγνώρισα, <i>pf.</i> ἐγνώρικα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐγνωρίσθην, <i>pf.</i> ἐγνώρισμαι;<br /><b>1</b> faire connaître : [[τί]] τινι qch à qqn ; τινά τινι une personne à une autre ; <i>Pass.</i> acquérir de la notoriété, devenir notoire, être connu;<br /><b>2</b> apprendre à connaître ; acquérir la connaissance de, apprendre, découvrir, acc.;<br /><b>3</b> faire la connaissance de, entrer en relations avec ; <i>Pass.</i> avoir des relations d’amitié : τινί, [[πρός]] τινος avec qqn.<br />'''Étymologie:''' R. Γνω, v. [[γιγνώσκω]] ; cf. <i>lat.</i> gnarus, [[γνώριμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.Att.-ῐῶ: pf.
A ἐγνώρικα Pl.Phdr.262b:—make known, point out, A.Pr.487, LXX 1 Ki.10.8, al., Ep.Rom.0.22:—in this sense mostly Pass., become known, Pl.R.428a, Arist.APr.64b35; τὰ γνωριζόμενα μέρη τῆς οἰκουμένης Plb.2.37.4. 2 c. acc. pers., make known, τινά τινι Plu.Fab.21; commend, τινὰ τῇ βουλῇ ἰσχυρῶς App. Mac.9.6. 3 certify a person's identity, BGU581.13 (ii A. D.), POxy. 1024.18 (ii A. D.). II gain knowledge of, become acquainted with, discover, c. part., τοὔργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σου τόδε δόλῳ προσέρπον S. OT538; τὰ καλὰ γ. οἱ εὐφυέες πρὸς αὐτά Democr.56, cf. E.Alc.564, Th.7.44, Arist.Ph.184a12:—Pass., Th.5.103, Men.72; γ. περί τι or περί τινος Arist.Metaph.1005b8, 1037a16. 2 become acquainted with, τινά Pl.La.181c, D.35.6; τινὰς ὁποῖοί τινές εἰσι Isoc.2.28:— Pass., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ being made acquainted with him, ibid.; πρός τινος Luc.Tim.5.
German (Pape)
[Seite 499] 1) kenntlich machen, bekannt machen, τί τινι Aesch. Prom. 485; Arist. rhet. 1, 1; pass., Anal. pr. 2, 16; Sp., bes. N. T.; τινά τινι, Jemanden Einem anempfehlen, Plut. Fab. 2; App. Maced. 4; pass., bekannt, berühmt werden, Plut.; γνωριζόμενος. bekannt, Pol. 3, 37, 4 u. öfter. – 2) kennen lernen, erkennen; Soph. O. R. 538; Eur. Alc. 567; ὁ μὴ ἐγνωρικὼς, ὃ ἔστιν ἕκαστον τῶν ὄντων Plat. Phaedr. 262 b, öfter; pass. ἐγνώριστο Rep. IV, 428 a; γνώριζε καὶ ἡμᾶς, erkenne, sieh auch uns als Freunde an, Lach. 181 c; vgl. Rep. III, 402 a; von freundschaftlichem Bekanntsein, kennen, Dem. 35, 6; Plut. Alc. 4; οὐκέτι γνωρίζομαι πρὸς αὐτῶν Luc. Tim. 5.
Greek (Liddell-Scott)
γνωρίζω: μέλλ. ἀττ.-ῐῶ· πρκμ. ἐγνώρῐκα Πλάτ. Φαίδρ. 262Β (√ΓΝΟ, γιγνώσκω)· κάμνω γνωστόν, δεικνύω, ἐξηγοῦμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 487, κ. ἀλλ.·― ἀλλ’ ἡ μεταβατικὴ αὕτη σημασία κατὰ τὸ πλεῖστον φαίνεται ἐν τῷ παθητικῷ, γίνομαι γνωστός, Πλάτ. Πολ. 428Α, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 12, 1, κτλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., κάμνω γνωστόν, τινά τινι Πλούτ. Φαβ. 21. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς τὸ εἰδέναι ἢ ἐγνωκέναι, λαμβάνω γνῶσίν τινος, γίνομαι γνώριμος μέ τινα ἢ μέ τι, ἀνακαλύπτω, μ. μετοχ., τοὖργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σοι... δόλῳ προσέρπον Σοφ. Ο.Τ. 538, πρβλ. Θουκ. 5.103, Μένανδ. Ἀσπ. 8, Πλάτ., κ. άλλ., Ἀριστ. Φυσ. 1. 1, 1, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως γν. περί τι ἢ περί τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 3, 6., 6.11,13. 2) προσκτῶμαι γνωριμίαν μέ τινα, τινὰ Πλάτ. Λάχ. 181C, Δημ. 924. 28.― Παθ., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ, οἵτινες εἶχον λάβει τὴν γνωριμίαν του, ὁ αὐτ. 925. 5.
French (Bailly abrégé)
f. γνωρίσω, att. –ιῶ ; ao. ἐγνώρισα, pf. ἐγνώρικα;
Pass. ao. ἐγνωρίσθην, pf. ἐγνώρισμαι;
1 faire connaître : τί τινι qch à qqn ; τινά τινι une personne à une autre ; Pass. acquérir de la notoriété, devenir notoire, être connu;
2 apprendre à connaître ; acquérir la connaissance de, apprendre, découvrir, acc.;
3 faire la connaissance de, entrer en relations avec ; Pass. avoir des relations d’amitié : τινί, πρός τινος avec qqn.
Étymologie: R. Γνω, v. γιγνώσκω ; cf. lat. gnarus, γνώριμος.