σπουδαστικός: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπουδαστικός''': -ή, -όν, [[ζηλωτής]], [[πρόθυμος]], [[δραστήριος]], ἀντίθετον τῷ [[φιλοπαίγμων]], Πλάτ. Πολ. 452Ε· σπουδαστικώτεροι Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 3. - Ἐπίρρ., σπουδαστικῶς ἔχειν Πλούτ. 2. 613Α.
|lstext='''σπουδαστικός''': -ή, -όν, [[ζηλωτής]], [[πρόθυμος]], [[δραστήριος]], ἀντίθετον τῷ [[φιλοπαίγμων]], Πλάτ. Πολ. 452Ε· σπουδαστικώτεροι Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 3. - Ἐπίρρ., σπουδαστικῶς ἔχειν Πλούτ. 2. 613Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />grave, sérieux;<br /><i>Cp.</i> σπουδαστικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστικός Medium diacritics: σπουδαστικός Low diacritics: σπουδαστικός Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: spoudastikós Transliteration B: spoudastikos Transliteration C: spoudastikos Beta Code: spoudastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A zealous, earnest, opp. φιλοπαίσμων, Pl.R.452e; σπουδαστικώτεροι Arist.Rh.1391a25. Adv. -κῶς, ἔχειν Plu.2.613a.

German (Pape)

[Seite 925] eifrig, ernsthaft; Ggstz φιλοπαίσμων, Plat. Rep. V, 452 e; σπουδαστικῶς ἔχειν, Plut. Symp. 1, 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστικός: -ή, -όν, ζηλωτής, πρόθυμος, δραστήριος, ἀντίθετον τῷ φιλοπαίγμων, Πλάτ. Πολ. 452Ε· σπουδαστικώτεροι Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 3. - Ἐπίρρ., σπουδαστικῶς ἔχειν Πλούτ. 2. 613Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
grave, sérieux;
Cp. σπουδαστικώτερος.
Étymologie: σπουδάζω.