3,274,306
edits
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασείω''': [[σείω]] βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, τι Πλάτ. Τιμ. 85Ε, 87Ε· τὴν κεφαλὴν Πλούτ. 2. 435C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., δ. τοῖν χεροῖν Αἰσχίν. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 10· τῇ οὐρᾷ, κινῶ τὴν οὐράν, [[διασαίνω]] Ξεν. Κυν. 6, 15. ― Μέσ., [[ἀποσείω]] τινὰ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], ἐλευθεροῦμαι, Διον. Ἁλ. 1. 56. 2) [[συγχέω]], [[ἐπιφέρω]] σύγχυσιν, [[φέρω]] εἰς σύγχυσιν, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Ἡρόδ. 6. 109· τοὺς ἀκούοντας Πολύβ. 18. 28, 2· [[ἐμβάλλω]] φόβον, φοβίζω, ὁ αὐτ. 10. 26, 4· διὰ τῆς βίας [[λαμβάνω]] χρήματα [[παρά]] τινος ἐκφοβίζων αὐτὸν (πρβλ. [[διασεισμός]]), Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 14. 3) ἐπὶ πολιτικῶν ὑποθέσεων, [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, Πλούτ. Κικ. 10. | |lstext='''διασείω''': [[σείω]] βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, τι Πλάτ. Τιμ. 85Ε, 87Ε· τὴν κεφαλὴν Πλούτ. 2. 435C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., δ. τοῖν χεροῖν Αἰσχίν. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 10· τῇ οὐρᾷ, κινῶ τὴν οὐράν, [[διασαίνω]] Ξεν. Κυν. 6, 15. ― Μέσ., [[ἀποσείω]] τινὰ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], ἐλευθεροῦμαι, Διον. Ἁλ. 1. 56. 2) [[συγχέω]], [[ἐπιφέρω]] σύγχυσιν, [[φέρω]] εἰς σύγχυσιν, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Ἡρόδ. 6. 109· τοὺς ἀκούοντας Πολύβ. 18. 28, 2· [[ἐμβάλλω]] φόβον, φοβίζω, ὁ αὐτ. 10. 26, 4· διὰ τῆς βίας [[λαμβάνω]] χρήματα [[παρά]] τινος ἐκφοβίζων αὐτὸν (πρβλ. [[διασεισμός]]), Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 14. 3) ἐπὶ πολιτικῶν ὑποθέσεων, [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, Πλούτ. Κικ. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> remuer, agiter de côté et d’autre;<br /><b>2</b> ébranler fortement, troubler;<br /><b>3</b> intimider, effrayer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σείω]]. | |||
}} | }} |