διεξίημι: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεξίημι''': πρβλ. τὸ [[ἐξίημι]], ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ διὰ μέσου, ἐῶ διεξελθεῖν, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεως Ἡρόδ. 4. 208. ΙΙ. ἀμετάβ. (ἐξυπακ. τοῦ αὑτόν), ἐπὶ ποταμοῦ, [[ἐκβάλλω]], ἐς θάλασσαν Θουκ. 2. 102· πρβλ. [[ἐξίημι]], [[ἐκδίδωμι]].
|lstext='''διεξίημι''': πρβλ. τὸ [[ἐξίημι]], ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ διὰ μέσου, ἐῶ διεξελθεῖν, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεως Ἡρόδ. 4. 208. ΙΙ. ἀμετάβ. (ἐξυπακ. τοῦ αὑτόν), ἐπὶ ποταμοῦ, [[ἐκβάλλω]], ἐς θάλασσαν Θουκ. 2. 102· πρβλ. [[ἐξίημι]], [[ἐκδίδωμι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ pl.</i> διεξῆκαν;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> laisser passer à travers : τινα διὰ [[τοῦ]] ἄστεος HDT qqn à travers la ville;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se jeter dans <i>en parl. d’un fleuve, avec</i> [[ἐς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξίημι]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξίημι Medium diacritics: διεξίημι Low diacritics: διεξίημι Capitals: ΔΙΕΞΙΗΜΙ
Transliteration A: diexíēmi Transliteration B: diexiēmi Transliteration C: dieksiimi Beta Code: dieci/hmi

English (LSJ)

strengthd. for ἐξίημι,

   A let pass through, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τῆς πόλεως Hdt.4.203.    II intr., of a river, empty itself, ἐς θάλασσαν Th.2.102 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 620] (s. ἵημι), durch- u. herauslassen, τινὰ διὰ τοῦ ἄστεος, Her. 4, 203; scheinbar intrans., vom Flusse, διεξιεὶς εἰς θάλασσαν, Thuc. 2, 102, sich ergießen.

Greek (Liddell-Scott)

διεξίημι: πρβλ. τὸ ἐξίημι, ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ διὰ μέσου, ἐῶ διεξελθεῖν, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεως Ἡρόδ. 4. 208. ΙΙ. ἀμετάβ. (ἐξυπακ. τοῦ αὑτόν), ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, ἐς θάλασσαν Θουκ. 2. 102· πρβλ. ἐξίημι, ἐκδίδωμι.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ pl. διεξῆκαν;
1 tr. laisser passer à travers : τινα διὰ τοῦ ἄστεος HDT qqn à travers la ville;
2 intr. se jeter dans en parl. d’un fleuve, avec ἐς et l’acc..
Étymologie: διά, ἐξίημι.