αὐτίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_3)
(big3_7)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, [[μονήρης]], Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[αὐτίτης]] (ἐνν. [[οἶνος]]) ὁ, [[αὐθιγενής]], [[ἐντόπιος]], [[ἐπιχώριος]], Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, [[ἀπαράχυτος]], [[ἀμιγής]], [[ἁγνός]], «[[οἶνος]] αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477˙ ἔκδ. [[ἐλάσσων]], Ἱππ. 492. 4.
|lstext='''αὐτίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, [[μονήρης]], Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[αὐτίτης]] (ἐνν. [[οἶνος]]) ὁ, [[αὐθιγενής]], [[ἐντόπιος]], [[ἐπιχώριος]], Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, [[ἀπαράχυτος]], [[ἀμιγής]], [[ἁγνός]], «[[οἶνος]] αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477˙ ἔκδ. [[ἐλάσσων]], Ἱππ. 492. 4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[solitario]] αὐ. καὶ μονώτης [[εἰμί]] Arist.<i>Fr</i>.668, cf. Demetr.<i>Eloc</i>.164, [[Ἀριστοτέλης]] τὸν αὐτίτην (ἔφη) οἷον τὸν μόνον ὄντα Demetr.<i>Eloc</i>.97.<br /><b class="num">2</b> ὁ αὐ. (<i>sc</i>. οἶνος) [[vino del país]], [[vino de la tierra]] Telecl.9, Polyzel.1.<br /><b class="num">3</b> [[del mismo año]] οἶνος αὐ. vino nuevo</i> Hp.<i>Morb</i>.3.14, Hp. en Gal.19.87; cf. [[αὐτοετίτης]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτίτης Medium diacritics: αὐτίτης Low diacritics: αυτίτης Capitals: ΑΥΤΙΤΗΣ
Transliteration A: autítēs Transliteration B: autitēs Transliteration C: aftitis Beta Code: au)ti/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (

   A αὐτόσ by oneself, alone, Arist.Fr.668.    II as Subst., αὐτίτης (sc. οἶνος), ὁ, home-made wine, Telecl.9, Polyzel.1, Hp.Morb.3.14.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, μονήρης, Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., αὐτίτης (ἐνν. οἶνος) ὁ, αὐθιγενής, ἐντόπιος, ἐπιχώριος, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, ἀπαράχυτος, ἀμιγής, ἁγνός, «οἶνος αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477˙ ἔκδ. ἐλάσσων, Ἱππ. 492. 4.

Spanish (DGE)

-ου
1 solitario αὐ. καὶ μονώτης εἰμί Arist.Fr.668, cf. Demetr.Eloc.164, Ἀριστοτέλης τὸν αὐτίτην (ἔφη) οἷον τὸν μόνον ὄντα Demetr.Eloc.97.
2 ὁ αὐ. (sc. οἶνος) vino del país, vino de la tierra Telecl.9, Polyzel.1.
3 del mismo año οἶνος αὐ. vino nuevo Hp.Morb.3.14, Hp. en Gal.19.87; cf. αὐτοετίτης.