ἐπιβάτης: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐπιβαίνων ἢ ἐπιβιβαζόμενος: 1) ἐπιβάται, οἱ, οἱ ἐπὶ τοῦ πλοίου ὁπλῖται ἢ ἐν γένει πολεμισταὶ στρατιῶται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐρέτας καὶ λοιποὺς ναύτας, Λατ. classiarii milites, Ἡρόδ. 6. 12., 7. 100 κ. ἀλλ.· πρβλ. Ἀρνόλδ. Θουκ. 3. 95. β) [[ἔμπορος]] ἐπὶ πλοίου, [[ἐπιστάτης]] τοῦ φορτίου, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ [[ναύκληρος]], Δημ. 922. 14., 1286. 6 κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐπὶ τοῦ ἅρματος [[μαχητής]], Πλάτ. Κριτί. 119Β· ὁ ἐπὶ ἐλέφαντος, ἔς τε τοὺς ἐπιβάτας αὐτῶν (τῶν ἐλεφάντων) ἀκοντίζοντες Ἀρρ. Ἀν. 5. 17, 3. 3) ὁ [[ἀναβάτης]] ἵππου, [[ἱππεύς]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 2. 4) ἐπὶ ζῴων, τὸ ἄρρεν τὸ ἐπιβαῖνον τῶν θηλειῶν, Γεωπ. 16. 21, 9. 5) ἡ [[πτέρνα]] τοῦ ποδός, Ἡσύχ.
|lstext='''ἐπιβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐπιβαίνων ἢ ἐπιβιβαζόμενος: 1) ἐπιβάται, οἱ, οἱ ἐπὶ τοῦ πλοίου ὁπλῖται ἢ ἐν γένει πολεμισταὶ στρατιῶται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐρέτας καὶ λοιποὺς ναύτας, Λατ. classiarii milites, Ἡρόδ. 6. 12., 7. 100 κ. ἀλλ.· πρβλ. Ἀρνόλδ. Θουκ. 3. 95. β) [[ἔμπορος]] ἐπὶ πλοίου, [[ἐπιστάτης]] τοῦ φορτίου, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ [[ναύκληρος]], Δημ. 922. 14., 1286. 6 κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐπὶ τοῦ ἅρματος [[μαχητής]], Πλάτ. Κριτί. 119Β· ὁ ἐπὶ ἐλέφαντος, ἔς τε τοὺς ἐπιβάτας αὐτῶν (τῶν ἐλεφάντων) ἀκοντίζοντες Ἀρρ. Ἀν. 5. 17, 3. 3) ὁ [[ἀναβάτης]] ἵππου, [[ἱππεύς]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 2. 4) ἐπὶ ζῴων, τὸ ἄρρεν τὸ ἐπιβαῖνον τῶν θηλειῶν, Γεωπ. 16. 21, 9. 5) ἡ [[πτέρνα]] τοῦ ποδός, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui monte sur un vaisseau ; <i>particul.</i> soldat de marine;<br /><b>2</b> combattant monté sur un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]].
}}
}}