τόσσαις: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τόσσαις''': Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ [[ἄγνωστος]] ὁ ἐνεστ. = [[τυγχάνω]], ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι [[τόσσαις]] ἄϊεν ναοῦ [[βασιλεύς]], ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ [[βασιλεύς]], δηλ. ὁ [[Ἀπόλλων]], ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, [[αὐτόθι]] 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. [[ἐπέτοσσε]]. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ [[τόξον]], συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, [[τυγχάνω]]· ἴδε ἐν λέξ. [[τίκτω]]).
|lstext='''τόσσαις''': Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ [[ἄγνωστος]] ὁ ἐνεστ. = [[τυγχάνω]], ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι [[τόσσαις]] ἄϊεν ναοῦ [[βασιλεύς]], ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ [[βασιλεύς]], δηλ. ὁ [[Ἀπόλλων]], ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, [[αὐτόθι]] 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. [[ἐπέτοσσε]]. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ [[τόξον]], συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, [[τυγχάνω]]· ἴδε ἐν λέξ. [[τίκτω]]).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>dat. pl. fém. de</i> [[τόσσος]].<br /><span class="bld">2</span><i>nom. masc. sg. part. ao. Act. dor.</i> : s’étant trouvé par hasard PIND.<br />'''Étymologie:''' dor. p. *τόσσᾱς, v. [[ἐπέτοσσε]] ; cf. [[τυγχάνω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόσσαις Medium diacritics: τόσσαις Low diacritics: τόσσαις Capitals: ΤΟΣΣΑΙΣ
Transliteration A: tóssais Transliteration B: tossais Transliteration C: tossais Beta Code: to/ssais

English (LSJ)

Aeol. for τόσσας, aor. part. of an unknown pres.

   A = τυγχάνω, happen to be, Pi.P.3.27 (just as τυχών is used, ib.4.5); inf., τόσσαι καλῶν Id.Fr.22; cf. ἐπέτοσσε.

Greek (Liddell-Scott)

τόσσαις: Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ ἄγνωστος ὁ ἐνεστ. = τυγχάνω, ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι τόσσαις ἄϊεν ναοῦ βασιλεύς, ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ βασιλεύς, δηλ. ὁ Ἀπόλλων, ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, αὐτόθι 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. ἐπέτοσσε. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ τόξον, συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, τυγχάνω· ἴδε ἐν λέξ. τίκτω).

French (Bailly abrégé)

1dat. pl. fém. de τόσσος.
2nom. masc. sg. part. ao. Act. dor. : s’étant trouvé par hasard PIND.
Étymologie: dor. p. *τόσσᾱς, v. ἐπέτοσσε ; cf. τυγχάνω.