γα: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_6)
(7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾰ''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ γε, Ἀριστοφ. Λυσ. 82, κτλ· ὡς ἐν συνθέτ. ἐγωγα, τύγα· ἀκριβῶς ὡς κα [[εἶναι]] Δωρ, ἀντὶ τοῦ κε.
|lstext='''γᾰ''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ γε, Ἀριστοφ. Λυσ. 82, κτλ· ὡς ἐν συνθέτ. ἐγωγα, τύγα· ἀκριβῶς ὡς κα [[εἶναι]] Δωρ, ἀντὶ τοῦ κε.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />γα ([[μόριο]]) (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />γε.———————— <b>(II)</b><br />ο [[τρίτος]] [[φθόγγος]] στην [[κλίμακα]] της βυζαντινής μουσικής, [[αντίστοιχος]] [[προς]] το φα της ευρωπαϊκής.———————— <b>(III)</b><br />γᾱ, η (δωρ. και αιολ. τ.) (Α)<br />γη.
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰ Medium diacritics: γα Low diacritics: γα Capitals: ΓΑ
Transliteration A: ga Transliteration B: ga Transliteration C: ga Beta Code: ga

English (LSJ)

Dor. for γε, Ar.Ach.775, etc.; cf. εγωγα, τύγα.

German (Pape)

[Seite 469] dor. statt γε, Ar. Lys. 205 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰ: Δωρ. ἀντὶ τοῦ γε, Ἀριστοφ. Λυσ. 82, κτλ· ὡς ἐν συνθέτ. ἐγωγα, τύγα· ἀκριβῶς ὡς κα εἶναι Δωρ, ἀντὶ τοῦ κε.

Greek Monolingual

(I)
γα (μόριο) (δωρ. τ.) (Α)
γε.———————— (II)
ο τρίτος φθόγγος στην κλίμακα της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος προς το φα της ευρωπαϊκής.———————— (III)
γᾱ, η (δωρ. και αιολ. τ.) (Α)
γη.