κουρώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
(6_7)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουρώδης''': -ες, [[παιδικός]], [[νεανικός]], μολπὴ Αὐσον. Ἐπιστ. 12. 15.
|lstext='''κουρώδης''': -ες, [[παιδικός]], [[νεανικός]], μολπὴ Αὐσον. Ἐπιστ. 12. 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[κουρώδης]], ῶδες (Α) [[[κούρος]] (Ι)]<br />[[νεανικός]], [[κοριτσίστικος]] («κουρώδεα μολπήν», Αυσ.).
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρώδης Medium diacritics: κουρώδης Low diacritics: κουρώδης Capitals: ΚΟΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: kourṓdēs Transliteration B: kourōdēs Transliteration C: kourodis Beta Code: kourw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a boy, μολπή Aus.Ep.8.15.

Greek (Liddell-Scott)

κουρώδης: -ες, παιδικός, νεανικός, μολπὴ Αὐσον. Ἐπιστ. 12. 15.

Greek Monolingual

κουρώδης, ῶδες (Α) [[[κούρος]] (Ι)]
νεανικός, κοριτσίστικος («κουρώδεα μολπήν», Αυσ.).