γαλακτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾰλακτοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] γάλακτι, ὡς [[γάλα]] [[λευκός]], Παρμενίδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 574, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 16· πρβλ. [[γαλακτώδης]].
|lstext='''γᾰλακτοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] γάλακτι, ὡς [[γάλα]] [[λευκός]], Παρμενίδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 574, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 16· πρβλ. [[γαλακτώδης]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />semblable à du lait.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοειδής Medium diacritics: γαλακτοειδής Low diacritics: γαλακτοειδής Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: galaktoeidḗs Transliteration B: galaktoeidēs Transliteration C: galaktoeidis Beta Code: galaktoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like milk, milk-white, χρῶμα Placit.3.1.4.

German (Pape)

[Seite 471] ές, milchartig, Plut. plac. phil. 3, 1 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοειδής: -ές, ὅμοιος γάλακτι, ὡς γάλα λευκός, Παρμενίδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 574, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 16· πρβλ. γαλακτώδης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à du lait.
Étymologie: γάλα, εἶδος.