ὀξυφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(6_7)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξῠφεγγής''': -ές, ὁ [[ὀξέως]] λάμπων, [[λαμπρός]], Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608F.
|lstext='''ὀξῠφεγγής''': -ές, ὁ [[ὀξέως]] λάμπων, [[λαμπρός]], Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608F.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξυφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρή [[λάμψη]], πολύ [[λαμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>φεγγής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠφεγγής Medium diacritics: ὀξυφεγγής Low diacritics: οξυφεγγής Capitals: ΟΞΥΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: oxyphengḗs Transliteration B: oxyphengēs Transliteration C: oksyfeggis Beta Code: o)cufeggh/s

English (LSJ)

ές,

   A bright-beaming, epith. of ῥόδα, Chaerem.8.

German (Pape)

[Seite 355] ές, scharf, hell glänzend, ῥόδα, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠφεγγής: -ές, ὁ ὀξέως λάμπων, λαμπρός, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608F.

Greek Monolingual

ὀξυφεγγής, -ές (Α)
αυτός που έχει ισχυρή λάμψη, πολύ λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυ-φεγγής].