κοινοφιλής: Difference between revisions
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινοφῐλής''': -ές, ἀγαπῶν ἀπὸ κοινοῦ, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 985, κατὰ τὸν Ἕρμ. ἀντὶ κοινωφελεῖ (Κῶδ. Μεδ.). | |lstext='''κοινοφῐλής''': -ές, ἀγαπῶν ἀπὸ κοινοῦ, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 985, κατὰ τὸν Ἕρμ. ἀντὶ κοινωφελεῖ (Κῶδ. Μεδ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui consiste en une affection commune.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[φιλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A with common affection, κ. διανοίᾳ A.Eu.985(lyr., κοινωφελεῖ codd.).
German (Pape)
[Seite 1469] ές, gemeinschaftlich liebend, nach Emend. bei Aesch. Eum. 940, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ, wo die mss. κοινοφελεῖ haben, was »gemeinsam nützend« heißen soll. S. aber κοινωφελής.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοφῐλής: -ές, ἀγαπῶν ἀπὸ κοινοῦ, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 985, κατὰ τὸν Ἕρμ. ἀντὶ κοινωφελεῖ (Κῶδ. Μεδ.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui consiste en une affection commune.
Étymologie: κοινός, φιλέω.