ταχυχειλής: Difference between revisions
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
(6_7) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰχῠχειλής''': -ές, ἐπὶ αὐλοῦ, ὁ [[ταχέως]], εὐκόλως διὰ τῶν χειλέων φυσώμενος, αὐλοὶ τ. Ἀνθ. Π. 5. 206. | |lstext='''τᾰχῠχειλής''': -ές, ἐπὶ αὐλοῦ, ὁ [[ταχέως]], εὐκόλως διὰ τῶν χειλέων φυσώμενος, αὐλοὶ τ. Ἀνθ. Π. 5. 206. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />(για αυλό) αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] εύκολα να φυσήξει με τα χείλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χεῖλος]], <i>το</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παχυ</i>-<i>χειλής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A quick-lipped, αὐλοὶ τ. flutes or pipes over which the lips run rapidly, AP5.205 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1077] ές, mit schnellen Lippen; αὐλοί, Leon. Tar. 1 (V, 206), Flöten, die mit schnell u. leicht darüber hineilenden Lippen geblasen werden; Osann auctar. lex. p. 154 schlägt τανυχειλεῖς vor.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠχειλής: -ές, ἐπὶ αὐλοῦ, ὁ ταχέως, εὐκόλως διὰ τῶν χειλέων φυσώμενος, αὐλοὶ τ. Ἀνθ. Π. 5. 206.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για αυλό) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να φυσήξει με τα χείλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -χειλής (< χεῖλος, το), πρβλ. παχυ-χειλής].