δενδρήεις: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δενδρήεις''': εσσα, εν, [[δενδρώδης]], [[πλήρης]] δένδρων, Ὀδ. Α. 51.,Ι 200. ΙΙ. = [[δενδρικός]], ἀνήκων ἢ ἀποβλέπτων εἰς [[δένδρον]], [[πόθος]] Ὀππ. Ἁλ. 4. 270. | |lstext='''δενδρήεις''': εσσα, εν, [[δενδρώδης]], [[πλήρης]] δένδρων, Ὀδ. Α. 51.,Ι 200. ΙΙ. = [[δενδρικός]], ἀνήκων ἢ ἀποβλέπτων εἰς [[δένδρον]], [[πόθος]] Ὀππ. Ἁλ. 4. 270. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />rempli d’arbres, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A wooded, νῆσος, ἄλσος, Od.1.51, 9.200; ἀλωαί Theoc.25.30; νῆσος Jul.Mis.352a. 2 with tree-like markings, ἀχάτης Orph.L.236. II = δενδρικός, of or for a tree, πόθος Opp.H. 4.270.
German (Pape)
[Seite 545] εσσα, εν, baumreich; Homer zweimal: Odyss. 1, 51 νῆσος δενδρήεσσα; 9, 200 ἐν ἄλσεἱ δενδρήεντι. – Hom. h. Ap. 76 ἄλσια δενδρήεντα; Hom. hymn. 18, 3 ἀνὰ πίση δενδρήεντα; sp. D., z. B. ἀλωαί Theocr. 25, 30; ἄγκεα Orph. Arg. 431: – Opp. πόθος, Verlangen nach den Bäumen, Hal. 4, 270.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρήεις: εσσα, εν, δενδρώδης, πλήρης δένδρων, Ὀδ. Α. 51.,Ι 200. ΙΙ. = δενδρικός, ἀνήκων ἢ ἀποβλέπτων εἰς δένδρον, πόθος Ὀππ. Ἁλ. 4. 270.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
rempli d’arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον.