διόρθωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διόρθωσις''': -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι ὀρθόν, τὸ ἐπαναφέρειν τι εἰς τὴν προσήκουσαν θέσιν ἢ μορφήν, ὡς [[ὅταν]] τοποθετῇ τις ἐξηρθρωμένον ἢ ἄλλως βεβλαμμένον [[μέλος]], Ἱππ. κ. ἰητρ. 745, πρβλ. Ἄρθρ. 803· [[διόρθωσις]], [[ἐπανόρθωσις]], [[ἀποκατάστασις]], οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 4. ΙΙ. [[καθόλου]], ἐπιδιόρθωσις, [[ἐπισκευή]], τροποποίησις ἐπὶ τὸ κρεῖττον, ἀναμόρφωσις, ἐπὶ ἀνθρώπων, [[αὐτόθι]] 3. 1, 5· τῆς πολιτείας [[αὐτόθι]] 6. 1, 9· τῶν νόμων Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 37. 2) ὀρθὴ τακτοποίησις, [[διάταξις]], [[διασκευή]], τινος Πλάτ. Νομ. 642Α. 3) εὐτυχές τι συμβάν, [[εὐτύχημα]], Πολύβ. 5. 88, 2. ΙΙΙ. [[ἀναθεώρησις]], διωρθωμένη [[ἔκδοσις]] συγγράματος, ἴδε Wolf. proleg. Hom. clxxiv.
|lstext='''διόρθωσις''': -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι ὀρθόν, τὸ ἐπαναφέρειν τι εἰς τὴν προσήκουσαν θέσιν ἢ μορφήν, ὡς [[ὅταν]] τοποθετῇ τις ἐξηρθρωμένον ἢ ἄλλως βεβλαμμένον [[μέλος]], Ἱππ. κ. ἰητρ. 745, πρβλ. Ἄρθρ. 803· [[διόρθωσις]], [[ἐπανόρθωσις]], [[ἀποκατάστασις]], οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 4. ΙΙ. [[καθόλου]], ἐπιδιόρθωσις, [[ἐπισκευή]], τροποποίησις ἐπὶ τὸ κρεῖττον, ἀναμόρφωσις, ἐπὶ ἀνθρώπων, [[αὐτόθι]] 3. 1, 5· τῆς πολιτείας [[αὐτόθι]] 6. 1, 9· τῶν νόμων Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 37. 2) ὀρθὴ τακτοποίησις, [[διάταξις]], [[διασκευή]], τινος Πλάτ. Νομ. 642Α. 3) εὐτυχές τι συμβάν, [[εὐτύχημα]], Πολύβ. 5. 88, 2. ΙΙΙ. [[ἀναθεώρησις]], διωρθωμένη [[ἔκδοσις]] συγγράματος, ἴδε Wolf. proleg. Hom. clxxiv.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de corriger, de châtier;<br /><b>2</b> action d’améliorer, d’amender ; édition critique d’un texte.<br />'''Étymologie:''' [[διορθόω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόρθωσις Medium diacritics: διόρθωσις Low diacritics: διόρθωσις Capitals: ΔΙΟΡΘΩΣΙΣ
Transliteration A: diórthōsis Transliteration B: diorthōsis Transliteration C: diorthosis Beta Code: dio/rqwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A making straight, as in the setting of a limb, Hp.Off.16, cf. Mochl.38; setting straight, restoration, οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Arist.Pol.1321b21.    2 correction, chastisement, ἐπὶ διορθώσει Plb.2.56.14; διορθώσεως σφίσι δεῖν D.H.6.20.    II generally, amendment, correction, of men, Plb.7.11.2: pl., Arist.Pol.1317a35, Plb.3.118.12; τῶν νόμων IG9(1).694.137 (Corc.); correction, ἐρωτημάτων Arist.SE176b34, cf. Pol. 1275a20; εἰς δ. ἄγειν Plb.3.58.4; δ., opp. βλάβη, Id.5.88.2; ὑδάτων Orib.5.4 tit.    2 right treatment, τινός Pl.Lg.642a.    III recension, revised edition of a work, Sch.Il.10.397: in pl., emendations, D.L.3.66.    IV payment, ὀψωνίων Plb.5.50.7, cf. PTeb.61 (a). 33 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 635] ἡ, das Gerademachen von etwas, das aus seiner richtigen Lage gekommen, Hippocr.; das Verbessern, Herstellen, καὶ σωτηρία τῶν πιπτόντων οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Arist. pol. 6, 8; übertr., zweckmäßige Einrichtung, Plat. Legg. I, 642 a, u. oft bei Pol. u. a. Sp.; Ggstz von βλάβη Pol. 5, 88, 2. Das Zahlen der Schuld, 5, 50, 7. Bei Schol., z. B. Il. 10, 397, verbesserte Ausgabe eines Schriftstellers.

Greek (Liddell-Scott)

διόρθωσις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι ὀρθόν, τὸ ἐπαναφέρειν τι εἰς τὴν προσήκουσαν θέσιν ἢ μορφήν, ὡς ὅταν τοποθετῇ τις ἐξηρθρωμένον ἢ ἄλλως βεβλαμμένον μέλος, Ἱππ. κ. ἰητρ. 745, πρβλ. Ἄρθρ. 803· διόρθωσις, ἐπανόρθωσις, ἀποκατάστασις, οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 4. ΙΙ. καθόλου, ἐπιδιόρθωσις, ἐπισκευή, τροποποίησις ἐπὶ τὸ κρεῖττον, ἀναμόρφωσις, ἐπὶ ἀνθρώπων, αὐτόθι 3. 1, 5· τῆς πολιτείας αὐτόθι 6. 1, 9· τῶν νόμων Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 37. 2) ὀρθὴ τακτοποίησις, διάταξις, διασκευή, τινος Πλάτ. Νομ. 642Α. 3) εὐτυχές τι συμβάν, εὐτύχημα, Πολύβ. 5. 88, 2. ΙΙΙ. ἀναθεώρησις, διωρθωμένη ἔκδοσις συγγράματος, ἴδε Wolf. proleg. Hom. clxxiv.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de corriger, de châtier;
2 action d’améliorer, d’amender ; édition critique d’un texte.
Étymologie: διορθόω.