καταβολεύς: Difference between revisions

19
(6_8)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβολεύς''': έως, ὁ, ἱδρυτής, Γεωργ. Παχυμ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 566, Σχόλ. εἰς Πινδάρου Ο. 3. 1. ΙΙ. ὁ καταβάλλων χρήματα, ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, Γλωσσ.
|lstext='''καταβολεύς''': έως, ὁ, ἱδρυτής, Γεωργ. Παχυμ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 566, Σχόλ. εἰς Πινδάρου Ο. 3. 1. ΙΙ. ὁ καταβάλλων χρήματα, ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταβολεύς]], -έως, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ιδρυτής]]<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ καταβολεῑς</i><br />υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα [[προς]] το [[κράτος]] χρέη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταβολ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[καταβάλλω]] «[[ιδρύω]], [[καταβάλλω]] χρήματα» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-[[βολεύς]], <i>υπο</i>-[[βολεύς]])].
}}
}}