ἐπιτολή: Difference between revisions
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτολή''': ἡ, ([[ἐπιτέλλω]] ΙΙ) ἡ πρὸς τὸν ὁρίζοντα [[ἐμφάνισις]] ἀστέρος, ἄστρων Εὐρ. Φοίν. 1116· ἰδίως [[ὅταν]] ᾖ [[ὁρατός]], δηλ. [[ὅταν]] συμβαίνῃ νὰ ὁρᾶται [[μετὰ]] τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, [[ἐντεῦθεν]]: ἡ [[περίοδος]] τῆς ἐμφανίσεως ἀστέρος τινὸς ἐν τῷ οὐρανῷ, Ἱππ. π. Ἀερ. 281, Θεόφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 4, κτλ.· Ἀρκτούρου Θουκ. 1. 78· Κυνὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 11· τῆς Πλειάδος Πολύβ. 4. 37, 2: μεταγεν. ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 90, Πλούτ. 2. 889Ε, Ἀρτεμίδ. 1. 3· πρβλ. [[ἀνατολή]]. 2) [[ἔγερσις]] ἀνέμου, Παλαίφ. 18. 2· ἡ ἀρχὴ ἢ πηγὴ ποταμοῦ, Ἐπιγραφ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 109. | |lstext='''ἐπιτολή''': ἡ, ([[ἐπιτέλλω]] ΙΙ) ἡ πρὸς τὸν ὁρίζοντα [[ἐμφάνισις]] ἀστέρος, ἄστρων Εὐρ. Φοίν. 1116· ἰδίως [[ὅταν]] ᾖ [[ὁρατός]], δηλ. [[ὅταν]] συμβαίνῃ νὰ ὁρᾶται [[μετὰ]] τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, [[ἐντεῦθεν]]: ἡ [[περίοδος]] τῆς ἐμφανίσεως ἀστέρος τινὸς ἐν τῷ οὐρανῷ, Ἱππ. π. Ἀερ. 281, Θεόφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 4, κτλ.· Ἀρκτούρου Θουκ. 1. 78· Κυνὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 11· τῆς Πλειάδος Πολύβ. 4. 37, 2: μεταγεν. ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 90, Πλούτ. 2. 889Ε, Ἀρτεμίδ. 1. 3· πρβλ. [[ἀνατολή]]. 2) [[ἔγερσις]] ἀνέμου, Παλαίφ. 18. 2· ἡ ἀρχὴ ἢ πηγὴ ποταμοῦ, Ἐπιγραφ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 109. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />lever d’un astre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἐπιτέλλω (B))
A the rising of a star, ἄστρων E.Ph.1116 (pl.), cf. Archyt.I, Ptol.Alm.8.4 : hence, the season of a star's appearance in the heavens, Hp.Aër.2, Thphr.CP2.19.4, etc.; Ἀρκτούρου Th. 2.78 (pl.); Κυνός Arist.HA602a26 ; τῆς Πλειάδος Plb.4.37.2 ; later of the sun or moon, App.BC5.90, Philostr.VA6.4 (pl.), Artem.1.3 (pl.):—as explained by Gem.13.3, ἐ.=rising (ἀνατολή) of a star as the sun rises or sets (ἐ. ἀληθινή, ἑῴα ἢ ἑσπερία), or just before sunrise or after sunset (ἐ. φαινομένη). 2 rising of the wind, Palaeph. 17 (pl., s.v.l.) ; rise or source of a river, or perh.=ἐπιπολή 1.1, dub.l.in GDI 5075.52 (Latos).
German (Pape)
[Seite 994] ἡ (s. ἐπιτέλλω), der Aufgang der Gestirne, im plur. ἄστρων, Eur. Phoen. 1116; περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς, der Spätaufgang, in der Abenddämmerung, Thuc. 2, 78; κυνός Arist. H. A. 8, 19 u. öfter; Sp. auch von der Sonne, wie Polvacu. 7, 12; App. B. C. 5, 90; Philost. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 125 u. ἀνατολή, – Auch ἀνέμων, Palaephat. 18, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτολή: ἡ, (ἐπιτέλλω ΙΙ) ἡ πρὸς τὸν ὁρίζοντα ἐμφάνισις ἀστέρος, ἄστρων Εὐρ. Φοίν. 1116· ἰδίως ὅταν ᾖ ὁρατός, δηλ. ὅταν συμβαίνῃ νὰ ὁρᾶται μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἐντεῦθεν: ἡ περίοδος τῆς ἐμφανίσεως ἀστέρος τινὸς ἐν τῷ οὐρανῷ, Ἱππ. π. Ἀερ. 281, Θεόφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 4, κτλ.· Ἀρκτούρου Θουκ. 1. 78· Κυνὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 11· τῆς Πλειάδος Πολύβ. 4. 37, 2: μεταγεν. ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 90, Πλούτ. 2. 889Ε, Ἀρτεμίδ. 1. 3· πρβλ. ἀνατολή. 2) ἔγερσις ἀνέμου, Παλαίφ. 18. 2· ἡ ἀρχὴ ἢ πηγὴ ποταμοῦ, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 109.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
lever d’un astre.
Étymologie: ἐπιτέλλω.