ῥίπισις: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
(6_9)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥίπῐσις''': ἡ, ([[ῥιπίζω]]) τὸ ῥιπίζειν, ἀνεμίζειν ἢ φυσᾶν διὰ φυσητήρων ἢ ῥιπιδίου, Θεοφρ. π. Πυρὸς 36, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 113, Γαλην.: [[ὅθεν]] ῥῑπισμός, ὁ, Βυζ.
|lstext='''ῥίπῐσις''': ἡ, ([[ῥιπίζω]]) τὸ ῥιπίζειν, ἀνεμίζειν ἢ φυσᾶν διὰ φυσητήρων ἢ ῥιπιδίου, Θεοφρ. π. Πυρὸς 36, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 113, Γαλην.: [[ὅθεν]] ῥῑπισμός, ὁ, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=-ίσεως, ή, Α [[ῥιπίζω]]<br />το να αερίζει [[κανείς]] [[κάτι]] με [[ριπίδιο]] ή με [[φυσερό]].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑπῐσις Medium diacritics: ῥίπισις Low diacritics: ρίπισις Capitals: ΡΙΠΙΣΙΣ
Transliteration A: rhípisis Transliteration B: rhipisis Transliteration C: ripisis Beta Code: r(i/pisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A blowing with a bellows or fan, Thphr.Ign.36 (dub. rest.), Gal.8.416, Alex. Aphr.Pr.1.113.

German (Pape)

[Seite 845] ἡ, 1) das Anfachen. – 2) das Fächeln, Abkühlen, Lüften, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίπῐσις: ἡ, (ῥιπίζω) τὸ ῥιπίζειν, ἀνεμίζειν ἢ φυσᾶν διὰ φυσητήρων ἢ ῥιπιδίου, Θεοφρ. π. Πυρὸς 36, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 113, Γαλην.: ὅθεν ῥῑπισμός, ὁ, Βυζ.

Greek Monolingual

-ίσεως, ή, Α ῥιπίζω
το να αερίζει κανείς κάτι με ριπίδιο ή με φυσερό.