νοϊκός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
(6_10)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοϊκός''': -ή, -όν, = [[νοερός]], Ἐπιφαν. Αἱρεσ. 31, 6.
|lstext='''νοϊκός''': -ή, -όν, = [[νοερός]], Ἐπιφαν. Αἱρεσ. 31, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[νοϊκός]], -ή, -όν (Μ)<br />ο του νου, αυτός που αναφέρεται στον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νοϊκός: -ή, -όν, = νοερός, Ἐπιφαν. Αἱρεσ. 31, 6.

Greek Monolingual

νοϊκός, -ή, -όν (Μ)
ο του νου, αυτός που αναφέρεται στον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ικός].