θυρετρικός: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6_10) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυρετρικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς θύρετρον, [[πῆγμα]] Ἐπιγρ. Χίου ἐν Bull. de corr. hell. I. σ. 82. | |lstext='''θυρετρικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς θύρετρον, [[πῆγμα]] Ἐπιγρ. Χίου ἐν Bull. de corr. hell. I. σ. 82. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυρετρικός]], -ή, -όν (Α) [[θύρετρον]]<br />αυτός που ανήκει σε [[θύρετρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to a door-frame, πῆγμα BCH1.82 (Chios).
Greek (Liddell-Scott)
θυρετρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς θύρετρον, πῆγμα Ἐπιγρ. Χίου ἐν Bull. de corr. hell. I. σ. 82.
Greek Monolingual
θυρετρικός, -ή, -όν (Α) θύρετρον
αυτός που ανήκει σε θύρετρον.