μωμητικός: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6_10)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μωμητικός''': -ή, -όν, [[ψεκτικός]], κατακρίνων, Φιλόδημ. περὶ Ὀργ. 1. σ. 60.
|lstext='''μωμητικός''': -ή, -όν, [[ψεκτικός]], κατακρίνων, Φιλόδημ. περὶ Ὀργ. 1. σ. 60.
}}
{{grml
|mltxt=[[μωμητικός]], -ή, -όν (Α) [[μωμητής]]<br />αυτός που κατακρίνει, που ψέγει.
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωμητικός Medium diacritics: μωμητικός Low diacritics: μωμητικός Capitals: ΜΩΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mōmētikós Transliteration B: mōmētikos Transliteration C: momitikos Beta Code: mwmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A censorious, Phld.Ir.p.57 W., Ptol. Tetr.160, Vett.Val.16.22.

Greek (Liddell-Scott)

μωμητικός: -ή, -όν, ψεκτικός, κατακρίνων, Φιλόδημ. περὶ Ὀργ. 1. σ. 60.

Greek Monolingual

μωμητικός, -ή, -όν (Α) μωμητής
αυτός που κατακρίνει, που ψέγει.