ἐνστατικός: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνστᾰτικός''': -η, -ον, Λατ. qui instat, ὁ ἐνιστάμενος, [[θυμώδης]], [[ἄγριος]], ἐπὶ ζῴων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[πρᾶος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 32. ΙΙ. ἐναντιούμενος, ἐμποδίζων, Πλούτ. 2. 975Α· ἐνστ. τῆς ὁδοῦ Μ. Ἀντων. 5. 20. ΙΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εὑρίσκειν ἐνστάσεις, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 9, π. Οὐρ. 2. 13, 15· οἱ ἐνστατικοί, οἱ γραμματικοί, οἱ ἐγείροντες ἐνστάσεις ἢ ἀντιλογίας κατὰ τοῦ Ὁμήρου· οἱ δὲ ἀνασκευάζοντες αὐτὰς ἐκαλοῦντο λυτικοὶ ἢ ἐπιλυτικοί, ἴδε Wolf. Proleg. σ. CXCV, Lehrs Ἀρίσταρχος 205. - Ἐπίρρ. -κῶς, «ἀνυπερθέτως» Ζωναρᾶς.
|lstext='''ἐνστᾰτικός''': -η, -ον, Λατ. qui instat, ὁ ἐνιστάμενος, [[θυμώδης]], [[ἄγριος]], ἐπὶ ζῴων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[πρᾶος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 32. ΙΙ. ἐναντιούμενος, ἐμποδίζων, Πλούτ. 2. 975Α· ἐνστ. τῆς ὁδοῦ Μ. Ἀντων. 5. 20. ΙΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εὑρίσκειν ἐνστάσεις, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 9, π. Οὐρ. 2. 13, 15· οἱ ἐνστατικοί, οἱ γραμματικοί, οἱ ἐγείροντες ἐνστάσεις ἢ ἀντιλογίας κατὰ τοῦ Ὁμήρου· οἱ δὲ ἀνασκευάζοντες αὐτὰς ἐκαλοῦντο λυτικοὶ ἢ ἐπιλυτικοί, ἴδε Wolf. Proleg. σ. CXCV, Lehrs Ἀρίσταρχος 205. - Ἐπίρρ. -κῶς, «ἀνυπερθέτως» Ζωναρᾶς.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui se dresse contre, qui fait obstacle : τῆς ὁδοῦ M.ANT qui barre le chemin.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνστάτης]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνστᾰτικός Medium diacritics: ἐνστατικός Low diacritics: ενστατικός Capitals: ΕΝΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: enstatikós Transliteration B: enstatikos Transliteration C: enstatikos Beta Code: e)nstatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A setting oneself in the way, stubborn, savage, of beasts, Arist.HA488b13.    II opposing, checking, Plu.2.975a; ἐ. ταύτης τῆς ὁδοῦ hindering from this course, M.Ant.5.20. Adv. -κῶς, gloss on διασταδόν, Sch.Opp.H.1.502.    III able to find objections, Arist.Top.164b3, Cael.294b11; controversial, ἐνέργεια Procl.in Prm.p.502S.; addicted to controversy, Id.in Alc.p.23C.; οἱ ἐνστατικοί Grammarians who started difficulties in Homer, opp. λυτικοί or ἐπιλυτικοί, Eust.1166 fin.: -κόν, τό, Hermog.Inv.3.6. Adv. -κῶς ibid.

German (Pape)

[Seite 852] ή, όν, 1) sich entgegenstellend, sich zur Wehre setzend, wie Arist. H. A. 1, 1 die Thiere eintheilt in πρᾷα καὶ δύσθυμα καὶ οὐκ ἐνστατικά u. θυμώδη καὶ ἐνστατικά; a. Sp. – 2) hindernd, abhaltend, τῆς ὁδοῦ, vom Wege, M. Anton. 5, 20; Schwierigkeiten, Einwürfe, Instanzen machend, Arist. u. Rhett.; dah. von Grammatikern, die gegen homerische Stellen Schwierigkeiten erhoben, Ggstz λυτικοί od. ἐπιλυτικοί; vgl. Wolf Proleg. CXLV u. Lehrs Aristarch. p. 205. – Adv. ἐνστατικῶς, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνστᾰτικός: -η, -ον, Λατ. qui instat, ὁ ἐνιστάμενος, θυμώδης, ἄγριος, ἐπὶ ζῴων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ πρᾶος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 32. ΙΙ. ἐναντιούμενος, ἐμποδίζων, Πλούτ. 2. 975Α· ἐνστ. τῆς ὁδοῦ Μ. Ἀντων. 5. 20. ΙΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εὑρίσκειν ἐνστάσεις, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 9, π. Οὐρ. 2. 13, 15· οἱ ἐνστατικοί, οἱ γραμματικοί, οἱ ἐγείροντες ἐνστάσεις ἢ ἀντιλογίας κατὰ τοῦ Ὁμήρου· οἱ δὲ ἀνασκευάζοντες αὐτὰς ἐκαλοῦντο λυτικοὶ ἢ ἐπιλυτικοί, ἴδε Wolf. Proleg. σ. CXCV, Lehrs Ἀρίσταρχος 205. - Ἐπίρρ. -κῶς, «ἀνυπερθέτως» Ζωναρᾶς.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se dresse contre, qui fait obstacle : τῆς ὁδοῦ M.ANT qui barre le chemin.
Étymologie: ἐνστάτης.