παραθήκη: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραθήκη''': ἡ, πᾶν ὅ,τι τίθεται πλησίον τινός, [[προσθήκη]], [[παράρτημα]], Πλούτ. 2. 855D. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ἐμπεπιστευμένον εἴς τινα, ἀλλαχοῦ [[παρακαταθήκη]], Ἡρόδ. 9. 45, Ψευδο-Φωκυλ. 127· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, ὅμηρος, Ἡρόδ. 6. 73.
|lstext='''παραθήκη''': ἡ, πᾶν ὅ,τι τίθεται πλησίον τινός, [[προσθήκη]], [[παράρτημα]], Πλούτ. 2. 855D. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ἐμπεπιστευμένον εἴς τινα, ἀλλαχοῦ [[παρακαταθήκη]], Ἡρόδ. 9. 45, Ψευδο-Φωκυλ. 127· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, ὅμηρος, Ἡρόδ. 6. 73.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> appendice, supplément;<br /><b>2</b> otage.<br />'''Étymologie:''' [[παρατίθημι]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθήκη Medium diacritics: παραθήκη Low diacritics: παραθήκη Capitals: ΠΑΡΑΘΗΚΗ
Transliteration A: parathḗkē Transliteration B: parathēkē Transliteration C: parathiki Beta Code: paraqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A anything entrusted to one. deposit, Hdt.6.86, 9.45, BGU1004.15 (iii B. C.), LXX Le.6.2 (5.21), Ps.-Phoc.135, Ostr.Bodl.i 274 (i B. C.), SIG742.51 (Ephesus, i B. C.); of persons, hostage, Hdt.6.73.

German (Pape)

[Seite 479] ἡ, 1) das Zugelegte od. die Zulage, der Zusatz, Sp. – 2) das bei Einem Niedergelegte, ihm Anvertrau'te, Pfand, Depositum, nach den Atticisten unattisch für παρακαταθήκη; Her. 9, 45 παραθήκην ὑμῖν τὰ ἔπεα τάδε τίθεμαι; auch von Menschen, Geißel, 6, 73; Phocyl. 127 u. Sp.; s. Lob. zu Phryn. 312.

Greek (Liddell-Scott)

παραθήκη: ἡ, πᾶν ὅ,τι τίθεται πλησίον τινός, προσθήκη, παράρτημα, Πλούτ. 2. 855D. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι εἶναι ἐμπεπιστευμένον εἴς τινα, ἀλλαχοῦ παρακαταθήκη, Ἡρόδ. 9. 45, Ψευδο-Φωκυλ. 127· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ὅμηρος, Ἡρόδ. 6. 73.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 appendice, supplément;
2 otage.
Étymologie: παρατίθημι.