ξυρίς: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6_12)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠρίς''': -ίδος, ἡ, [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἴριδος (ὡς τὸ ξιφίς), καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τῶν φύλλων [[αὐτοῦ]] παρεμφερῶν πρὸς [[ξυράφιον]], πιθ. Iris foetidissima, Διοσκ. 4. 22, Πλίν. 21. 83˙ - φέρεται ξίρις παρὰ Θεοφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 242˙ ξειρὶς παρ’ Ἡσυχ.˙ ξείρης Φώτ. ΙΙ. πληθ., [[εἶδος]] ὑποδήματος (πρβλ. [[ἀναξυρίδες]]), Φώτ.
|lstext='''ξῠρίς''': -ίδος, ἡ, [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἴριδος (ὡς τὸ ξιφίς), καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τῶν φύλλων [[αὐτοῦ]] παρεμφερῶν πρὸς [[ξυράφιον]], πιθ. Iris foetidissima, Διοσκ. 4. 22, Πλίν. 21. 83˙ - φέρεται ξίρις παρὰ Θεοφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 242˙ ξειρὶς παρ’ Ἡσυχ.˙ ξείρης Φώτ. ΙΙ. πληθ., [[εἶδος]] ὑποδήματος (πρβλ. [[ἀναξυρίδες]]), Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυρίς]], -[[ίδος]] και ξίρις, ἡ, και [[ξείρης]], ὁ, και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[ξειρίς]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] του φυτού [[ίρις]], του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ξυρίδες</i><br />α) ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) [[είδος]] υποδήματος<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ξυρίδες<br />καμπάγια, ξυγάβδια ἤ [[ἄλλο]] [[ὑπόδημα]] διάφορον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] <span style="color: red;">+</span> καχάλ. -<i>ίς</i>. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] πιθ. λόγω του σχήματος των φύλλων του. Ωστόσο, οι αρχαιότεροι τ. της λ. [[ξιρίς]], [[ξειρίς]] δείχνουν πως η [[σύνδεση]] της λ. με το [[ξυρόν]] «[[ξυράφι]]» πιθ. να [[είναι]] παρετυμολογική. Τέλος, η ετυμολ. της γλώσσας «<i>ξυρίδες</i>» παραμένει άγνωστη].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρίς Medium diacritics: ξυρίς Low diacritics: ξυρίς Capitals: ΞΥΡΙΣ
Transliteration A: xyrís Transliteration B: xyris Transliteration C: ksyris Beta Code: curi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A gladwyn, Iris foetidissima, Dsc.4.22, Plin.HN21.143, Gal.12.87 :—also written ξίρις, Thphr.HP9.8.7, Choerob. in An.Ox. 2.242 ; ξειρίς, Hsch. ; ξείρης, Ar.Fr.831 ; cf. ξιρίς.    II pl., a kind of shoe, Phot.

German (Pape)

[Seite 282] ίδος, ἡ, eine gewürzige Pflanze, wie die Schwertlilie, wahrscheinlich von der Aehnlichkeit ihrer Blätter mit einem Scheermesser, ξυρόν benannt, Diosc.; auch ξερίς u. ξηρίς.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἴριδος (ὡς τὸ ξιφίς), καλούμενον οὕτως ἐκ τῶν φύλλων αὐτοῦ παρεμφερῶν πρὸς ξυράφιον, πιθ. Iris foetidissima, Διοσκ. 4. 22, Πλίν. 21. 83˙ - φέρεται ξίρις παρὰ Θεοφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 242˙ ξειρὶς παρ’ Ἡσυχ.˙ ξείρης Φώτ. ΙΙ. πληθ., εἶδος ὑποδήματος (πρβλ. ἀναξυρίδες), Φώτ.

Greek Monolingual

ξυρίς, -ίδος και ξίρις, ἡ, και ξείρης, ὁ, και, κατά τον Ησύχ., ξειρίς, ἡ (Α)
1. είδος του φυτού ίρις, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με ξυράφι
2. στον πληθ. οἱ ξυρίδες
α) (κατά τον Φώτ.) είδος υποδήματος
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ξυρίδες
καμπάγια, ξυγάβδια ἤ ἄλλο ὑπόδημα διάφορον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν + καχάλ. -ίς. Το φυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω του σχήματος των φύλλων του. Ωστόσο, οι αρχαιότεροι τ. της λ. ξιρίς, ξειρίς δείχνουν πως η σύνδεση της λ. με το ξυρόν «ξυράφι» πιθ. να είναι παρετυμολογική. Τέλος, η ετυμολ. της γλώσσας «ξυρίδες» παραμένει άγνωστη].