καυματίζω: Difference between revisions
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καυμᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, [[κατακαίω]], [[καταξηραίνω]], Ἀποκάλ ΙϚ΄, 8.-Παθ., κατακαίομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 6. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. aestuare, διατελῶ ἐν πυρετῷ, [[πυρέσσω]], Θεοφρ. Χαρ. 13, Πλούτ. 2. 100D, 691E. | |lstext='''καυμᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, [[κατακαίω]], [[καταξηραίνω]], Ἀποκάλ ΙϚ΄, 8.-Παθ., κατακαίομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 6. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. aestuare, διατελῶ ἐν πυρετῷ, [[πυρέσσω]], Θεοφρ. Χαρ. 13, Πλούτ. 2. 100D, 691E. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=brûler, consumer par la chaleur ; <i>Pass.</i> avoir une fièvre ardente.<br />'''Étymologie:''' [[καῦμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A burn, scorch up, Apoc.16.8:—Pass., to be burnt up, Ev.Matt.13.6; become heated, suffer from heat, Plu.2.100b, 691f, Arr.Epict.1.6.26, Sor.1.108, M.Ant.7.64.
German (Pape)
[Seite 1408] durch Hitze ausdörren, auszehren, pass. durch Hitze umkommen, N. T.; an Fieberhitze leiden, καὶ πυρέττειν Plut. Symp. 4, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καυμᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, κατακαίω, καταξηραίνω, Ἀποκάλ ΙϚ΄, 8.-Παθ., κατακαίομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 6. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. aestuare, διατελῶ ἐν πυρετῷ, πυρέσσω, Θεοφρ. Χαρ. 13, Πλούτ. 2. 100D, 691E.
French (Bailly abrégé)
brûler, consumer par la chaleur ; Pass. avoir une fièvre ardente.
Étymologie: καῦμα.