3,273,599
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεθίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, [[συνηθίζω]] τινά, ἐξοικειώνω, ἕτερον ἑτέρῳ Πλάτ. Πολ. 589Α· σ. τινὰ ποιεῖν τι, [[συνηθίζω]] τινὰ νὰ ποιῇ τι, Δημ. 109· ἐν τέλει, Αἰσχίν. 4. 17, κτλ.· [[συνεθίζω]] τινὰ πρὸς τὰ ψύχη, [[συνηθίζω]], [[γυμνάζω]] τινὰ νὰ ὑπομένῃ τὰ ψύχη, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2· σ. κατὰ μικρὸν ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 9. ― Παθ., συνειθισμένοι [[μᾶλλον]] [[μηκέτι]] δεινοὺς αὐτοὺς ὁμοίως σφίσι φαίνεσθαι Θουκ. 4. 34, Πλάτ. Θεαίτ. 146Β, Πολιτ. 285Α, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 17· μετ’ ἀπαρεμ., συνειθίσθην ποιεῖν τι Ἰσοκρ. 22C, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 14, 6· τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Ἀριστ. Προβλ. 18. 6· ― [[ὡσαύτως]] ἀπροσ., συνειθισμένον ἦν, εἶχε καταστῆ σύνηθες, [[συνήθεια]], Λυσί. 92. 31. | |lstext='''συνεθίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, [[συνηθίζω]] τινά, ἐξοικειώνω, ἕτερον ἑτέρῳ Πλάτ. Πολ. 589Α· σ. τινὰ ποιεῖν τι, [[συνηθίζω]] τινὰ νὰ ποιῇ τι, Δημ. 109· ἐν τέλει, Αἰσχίν. 4. 17, κτλ.· [[συνεθίζω]] τινὰ πρὸς τὰ ψύχη, [[συνηθίζω]], [[γυμνάζω]] τινὰ νὰ ὑπομένῃ τὰ ψύχη, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2· σ. κατὰ μικρὸν ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 9. ― Παθ., συνειθισμένοι [[μᾶλλον]] [[μηκέτι]] δεινοὺς αὐτοὺς ὁμοίως σφίσι φαίνεσθαι Θουκ. 4. 34, Πλάτ. Θεαίτ. 146Β, Πολιτ. 285Α, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 17· μετ’ ἀπαρεμ., συνειθίσθην ποιεῖν τι Ἰσοκρ. 22C, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 14, 6· τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Ἀριστ. Προβλ. 18. 6· ― [[ὡσαύτως]] ἀπροσ., συνειθισμένον ἦν, εἶχε καταστῆ σύνηθες, [[συνήθεια]], Λυσί. 92. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>Pass. ao.</i> συνειθίσθην, <i>pf.</i> συνείθισμαι;<br />habituer à ; <i>Pass.</i> s’habituer à, inf. ; <i>à l’ao. et au pf.</i> : être habitué à.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐθίζω]]. | |||
}} | }} |