χρυσόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσόω''': μέλλ. -ώσω, χρυσώνω, ἐπιχρυσώνω, Διόδ. 1. 23, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 3148. 16· χρυσίῳ χρ. τι [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἑβδ.· πρβλ. [[καταχρυσόω]]. - Παθ. χρυσώομαι, χρυσοῦμαι, χρ. παχέϊ [[κάρτα]] χρυσῷ Ἡρόδ. 2. 132 Παλλάδων χρυσουμένων Ἀριστοφ. Ἀχ. 547· τῶν … κρανίων κεχρυσωμένων Πλάτ. Εὐθύδ. 299Ε.
|lstext='''χρῡσόω''': μέλλ. -ώσω, χρυσώνω, ἐπιχρυσώνω, Διόδ. 1. 23, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 3148. 16· χρυσίῳ χρ. τι [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἑβδ.· πρβλ. [[καταχρυσόω]]. - Παθ. χρυσώομαι, χρυσοῦμαι, χρ. παχέϊ [[κάρτα]] χρυσῷ Ἡρόδ. 2. 132 Παλλάδων χρυσουμένων Ἀριστοφ. Ἀχ. 547· τῶν … κρανίων κεχρυσωμένων Πλάτ. Εὐθύδ. 299Ε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />revêtir d’or, dorer.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόω Medium diacritics: χρυσόω Low diacritics: χρυσόω Capitals: ΧΡΥΣΟΩ
Transliteration A: chrysóō Transliteration B: chrysoō Transliteration C: chrysoo Beta Code: xruso/w

English (LSJ)

fut.

   A -ώσω LXX Ex.26.37:—make golden, gild, IG12.374.29, D.S.1.23, Luc.Ind.15, Dialex.2.13, IGRom.4.1431.16 (Smyrna), Aët.1.106; χρυσίῳ χ. τι LXX l.c., al.:—Pass., χ. παχέϊ κάρτα χρυσῷ Hdt.2.132; Παλλαδίων χρυσουμένων Ar.Ach.547; τῶν . . κρανίων κεχρυσωμέων Pl.Euthd.299e; perh. of gilding the horns of victims, Supp.Epigr.6.629, 630 (Pisidia).

German (Pape)

[Seite 1383] zu Gold machen, golden machen, vergolden; Ar. Ach. 546; Her. 2, 132; Plat. Euthyd. 299 e; Plut. Philop. 9 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόω: μέλλ. -ώσω, χρυσώνω, ἐπιχρυσώνω, Διόδ. 1. 23, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 3148. 16· χρυσίῳ χρ. τι συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ.· πρβλ. καταχρυσόω. - Παθ. χρυσώομαι, χρυσοῦμαι, χρ. παχέϊ κάρτα χρυσῷ Ἡρόδ. 2. 132 Παλλάδων χρυσουμένων Ἀριστοφ. Ἀχ. 547· τῶν … κρανίων κεχρυσωμένων Πλάτ. Εὐθύδ. 299Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
revêtir d’or, dorer.
Étymologie: χρυσός.