κατωρίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
(6_12)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατωρίς''': -ίδος, ἡ·- κατωρίδε δύω, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 21, φαίνεται ὅτι εἶνε δύο ταινίαι κρεμάμεναι πρὸς τὰ [[κάτω]] ἀπὸ τοῦ στεφάνου·- ὁ Ἡσύχ. ἔχει [[κατώρης]], [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[κάτω]] ῥέπων»·- περὶ τοῦ τύπου πρβλ. [[ἀντηρίς]].
|lstext='''κατωρίς''': -ίδος, ἡ·- κατωρίδε δύω, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 21, φαίνεται ὅτι εἶνε δύο ταινίαι κρεμάμεναι πρὸς τὰ [[κάτω]] ἀπὸ τοῦ στεφάνου·- ὁ Ἡσύχ. ἔχει [[κατώρης]], [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[κάτω]] ῥέπων»·- περὶ τοῦ τύπου πρβλ. [[ἀντηρίς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατωρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />(στον δυϊκό) <b>φρ.</b> «κατωρίδε δύω» — ταινίες κρεμασμένες από [[στεφάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρίς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὄρνυμαι</i> «[[εξορμώ]]»), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. όν. Το -<i>ω</i> λόγω εκτάσεως εν συνθέσει. Πρβλ. και <i>κατ</i>-<i>ώρης</i>].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωρίς Medium diacritics: κατωρίς Low diacritics: κατωρίς Capitals: ΚΑΤΩΡΙΣ
Transliteration A: katōrís Transliteration B: katōris Transliteration C: katoris Beta Code: katwri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, in dual,

   A bands or ribbands hanging from the στέφανος, IG22.1388.22.

German (Pape)

[Seite 1407] ίδος, ἡ, Inscr. I p. 235, κατωρίδε δύο, nach Böckh goldene Bänder, die vom Kranze herabhangen.

Greek (Liddell-Scott)

κατωρίς: -ίδος, ἡ·- κατωρίδε δύω, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 21, φαίνεται ὅτι εἶνε δύο ταινίαι κρεμάμεναι πρὸς τὰ κάτω ἀπὸ τοῦ στεφάνου·- ὁ Ἡσύχ. ἔχει κατώρης, ὅπερ ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «κάτω ῥέπων»·- περὶ τοῦ τύπου πρβλ. ἀντηρίς.

Greek Monolingual

κατωρίς, -ίδος, ἡ (Α)
(στον δυϊκό) φρ. «κατωρίδε δύω» — ταινίες κρεμασμένες από στεφάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ωρίς (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν. Το -ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει. Πρβλ. και κατ-ώρης].