λίγδος: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λίγδος''': ὁ, = [[θυεία]], [[ἰγδίον]], «γουδί», Νικ. Θ. 589, 618, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 33, καὶ [[ἴγδις]]. ΙΙ. [[τύπος]] ἐκ πηλοῦ, [[χοάνη]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 189. Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1926. 52. ΙΙΙ. στάκτη, «ἀλυσίβα ἢ κατασταλαγὴ» ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Λατ. lixivium, Εὐστ. [[αὐτόθι]], πρβλ. 1229. 27˙ παρ’ Ἡσυχ. [[λίγδα]], ἡ, [[ὅπερ]] ἴδε. | |lstext='''λίγδος''': ὁ, = [[θυεία]], [[ἰγδίον]], «γουδί», Νικ. Θ. 589, 618, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 33, καὶ [[ἴγδις]]. ΙΙ. [[τύπος]] ἐκ πηλοῦ, [[χοάνη]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 189. Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1926. 52. ΙΙΙ. στάκτη, «ἀλυσίβα ἢ κατασταλαγὴ» ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Λατ. lixivium, Εὐστ. [[αὐτόθι]], πρβλ. 1229. 27˙ παρ’ Ἡσυχ. [[λίγδα]], ἡ, [[ὅπερ]] ἴδε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />mortier à piler.<br />'''Étymologie:''' [[λίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = θυεία, mortar, Nic.Th.589, 618, cf. S.Fr.35, and ἴγδις. II clay mould, Poll.10.189, Ael.Dion.Fr.249. III lye, used as soap, Eust.1229.27: so in Hsch., λίγδα· ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία.
German (Pape)
[Seite 43] ὁ, auch λίγδα, vgl. ἴγδη, Mörser, Reibstein, Nic. Th. 689. 618. – Durchschlag u. eine durchlöcherte Form der Metallgießer u. Töpfer, VLL. – Auch eine durchlöcherte Thonform, in welche das wächserne Modell gesetzt wird, nach welchem eine hohle Statue von Erz gegossen werden soll, Poll. 10, 189; Eust. 1926, 53.
Greek (Liddell-Scott)
λίγδος: ὁ, = θυεία, ἰγδίον, «γουδί», Νικ. Θ. 589, 618, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 33, καὶ ἴγδις. ΙΙ. τύπος ἐκ πηλοῦ, χοάνη, Πολυδ. Ι΄, 189. Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1926. 52. ΙΙΙ. στάκτη, «ἀλυσίβα ἢ κατασταλαγὴ» ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Λατ. lixivium, Εὐστ. αὐτόθι, πρβλ. 1229. 27˙ παρ’ Ἡσυχ. λίγδα, ἡ, ὅπερ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
mortier à piler.
Étymologie: λίζω.