μισοπροσήγορος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(6_16)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσοπροσήγορος''': -ον, = ἀπροσήγορος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 138. - Ἐπίρρ. -ως, [[αὐτόθι]] 139.
|lstext='''μῑσοπροσήγορος''': -ον, = ἀπροσήγορος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 138. - Ἐπίρρ. -ως, [[αὐτόθι]] 139.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισοπροσήγορος]], -ον (Α)<br />[[ακοινώνητος]], [[αγροίκος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισοπροσηγόρως</i> (Α)<br />με μισοπροσήγορο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[προσήγορος]] «αυτός που ομιλεί, που απευθύνει χαιρετισμό»].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοπροσήγορος Medium diacritics: μισοπροσήγορος Low diacritics: μισοπροσήγορος Capitals: ΜΙΣΟΠΡΟΣΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: misoprosḗgoros Transliteration B: misoprosēgoros Transliteration C: misoprosigoros Beta Code: misoprosh/goros

English (LSJ)

ον,

   A = ἀπροσήγορος, Poll.5.138. Adv. -ως ib.139.

German (Pape)

[Seite 192] = ἀπροσήγορος, Poll. 5, 138.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοπροσήγορος: -ον, = ἀπροσήγορος, Πολυδ. Ε΄, 138. - Ἐπίρρ. -ως, αὐτόθι 139.

Greek Monolingual

μισοπροσήγορος, -ον (Α)
ακοινώνητος, αγροίκος.
επίρρ...
μισοπροσηγόρως (Α)
με μισοπροσήγορο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + προσήγορος «αυτός που ομιλεί, που απευθύνει χαιρετισμό»].