ἐρευγόβιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(14) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρευγόβιος''': -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, [[γαστρίμαργος]], Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172. | |lstext='''ἐρευγόβιος''': -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, [[γαστρίμαργος]], Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρευγόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο [[λαίμαργος]], ο [[κοιλιόδουλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερεύγομαι]] (I) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1025] ein Schlemmer, Gregor. Naz. ep. (VIII, 172).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευγόβιος: -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, γαστρίμαργος, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172.
Greek Monolingual
ἐρευγόβιος, -ον (Α)
αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύγομαι (I) + βίος.