φίλεχθρος: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(6_17) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φίλεχθρος''': -ον, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς ἔχθραν, ὁ ἀγαπῶν νὰ γίνηται [[ἐχθρός]], Παῦλ. Σιλ. 74. 169, Γαλην.· ― Ἐπίρρ., φιλέχθρως ἔχω [[πρός]] τινα, ἐχθρικῶς [[διάκειμαι]], Διογέν. Λαέρτ. 3. 36. | |lstext='''φίλεχθρος''': -ον, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς ἔχθραν, ὁ ἀγαπῶν νὰ γίνηται [[ἐχθρός]], Παῦλ. Σιλ. 74. 169, Γαλην.· ― Ἐπίρρ., φιλέχθρως ἔχω [[πρός]] τινα, ἐχθρικῶς [[διάκειμαι]], Διογέν. Λαέρτ. 3. 36. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που του αρέσει να προξενεί έχθρες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλέχθρως]] Α<br />εχθρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐχθρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A disharmonic, μῖξις Gal. 19.486. II prone to enmity, Ptol.Tetr.119. Adv., -ρως ἔχειν πρός τινα to be hostile towards any one, D.L.3.36; φ. διακείμενοι Ptol.Tetr.191.
German (Pape)
[Seite 1276] Feindschaft liebend, zur Feindschaft geneigt, μίξις Paul. Sil. 74. 159. – Adv., φιλέχθρως ἔχειν πρός τινα, feindselig gegen Einen gesinnt sein, D. L. 3, 36. 5, 61.
Greek (Liddell-Scott)
φίλεχθρος: -ον, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς ἔχθραν, ὁ ἀγαπῶν νὰ γίνηται ἐχθρός, Παῦλ. Σιλ. 74. 169, Γαλην.· ― Ἐπίρρ., φιλέχθρως ἔχω πρός τινα, ἐχθρικῶς διάκειμαι, Διογέν. Λαέρτ. 3. 36.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που του αρέσει να προξενεί έχθρες.
επίρρ...
φιλέχθρως Α
εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐχθρός.