πολύγληνος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύγληνος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, [[πολυόμματος]], Ἀνθ. Π. 5. 262, Νόνν. Δ. 3. 272. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὰς ὀπάς, ἀνοίγματα μικρά, [[σαγήνη]] Ὀππ. Κυν. 1. 157.
|lstext='''πολύγληνος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, [[πολυόμματος]], Ἀνθ. Π. 5. 262, Νόνν. Δ. 3. 272. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὰς ὀπάς, ἀνοίγματα μικρά, [[σαγήνη]] Ὀππ. Κυν. 1. 157.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει πολλές τρύπες, [[πολλά]] ανοίγματα («[[πολύγληνος]] [[σαγήνη]]» — [[δίχτυ]] με [[πολλά]] μάτια, με πολλές τρύπες, Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] του οφθαλμού»), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>γληνος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγληνος Medium diacritics: πολύγληνος Low diacritics: πολύγληνος Capitals: ΠΟΛΥΓΛΗΝΟΣ
Transliteration A: polýglēnos Transliteration B: polyglēnos Transliteration C: polyglinos Beta Code: polu/glhnos

English (LSJ)

ον,

   A many-eyed, Nonn.D.3.272, AP5.261 (Paul. Sil.).    II with many meshes, σαγήνη Opp.C.1.157.

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Augen; Argus, Paul. Sil. 21 (V, 262); σαγήνη, mit vielen Maschen, Opp. Cyn. 1, 157.

Greek (Liddell-Scott)

πολύγληνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, πολυόμματος, Ἀνθ. Π. 5. 262, Νόνν. Δ. 3. 272. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὰς ὀπάς, ἀνοίγματα μικρά, σαγήνη Ὀππ. Κυν. 1. 157.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά μάτια
2. μτφ. αυτός που έχει πολλές τρύπες, πολλά ανοίγματα («πολύγληνος σαγήνη» — δίχτυ με πολλά μάτια, με πολλές τρύπες, Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γληνος (< γλήνη «κόρη του οφθαλμού»), πρβλ. τρί-γληνος].