κρανουργός: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(6_18)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρανουργός''': -όν, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, καὶ κρανουργία, ἡ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 155.
|lstext='''κρανουργός''': -όν, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, καὶ κρανουργία, ἡ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 155.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρανουργός]], ὁ (Α)<br />ο [[κρανοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρανο</i>-<i>εργός</i> με [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> [[κράνος]] <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>εργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γενεσι</i>-<i>ουργός</i>, <i>στιχ</i>-<i>ουργός</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνουργός Medium diacritics: κρανουργός Low diacritics: κρανουργός Capitals: ΚΡΑΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: kranourgós Transliteration B: kranourgos Transliteration C: kranourgos Beta Code: kranourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of helmets; and κρᾰνο-ουργία, ἡ, Poll.7.155.

Greek (Liddell-Scott)

κρανουργός: -όν, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, καὶ κρανουργία, ἡ, Πολυδ. Ζ΄, 155.

Greek Monolingual

κρανουργός, ὁ (Α)
ο κρανοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανο-εργός με συναίρεση < κράνος + -(F)εργός < ἔργον (πρβλ. γενεσι-ουργός, στιχ-ουργός)].