θριδακίνη: Difference between revisions
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρῐδᾰκίνη''': κῑ, ἡ, Ἀττ. [[τύπος]] τοῦ Ἰων. καὶ Δωρ. [[θρίδαξ]] (Ἀθήν. 68F, Λοβ. ἐν Φρυν. 130): - τὸ «μαροῦλι», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 13, κτλ., Ἄμφις ἐν Ἰαλ. 1, Εὔβουλ. ἐν Ἀστυτ. 1· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἱππ. - μεταγεν., τὸ ἄγριον μαροῦλι, ἀντίθετον τῷ [[θρίδαξ]], Γαλην. 13. 648, Ἑλλάδ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 532. 13: -[[ἐντεῦθεν]] ὑποκορ. θρῐδᾰκῑνίς, ίδος, ἡ, καὶ θρῐδᾰκίσκη, ἡ, ἴδε [[θρίδαξ]] ἐν τέλ. ΙΙ. [[εἶδος]] ζυμαρικοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 3, Ἀθήν. 114F ([[ὁπότε]] [[εἶναι]] θηλ. ἐπίθ., ἐννοουμένου τοῦ [[μᾶζα]]). | |lstext='''θρῐδᾰκίνη''': κῑ, ἡ, Ἀττ. [[τύπος]] τοῦ Ἰων. καὶ Δωρ. [[θρίδαξ]] (Ἀθήν. 68F, Λοβ. ἐν Φρυν. 130): - τὸ «μαροῦλι», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 13, κτλ., Ἄμφις ἐν Ἰαλ. 1, Εὔβουλ. ἐν Ἀστυτ. 1· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἱππ. - μεταγεν., τὸ ἄγριον μαροῦλι, ἀντίθετον τῷ [[θρίδαξ]], Γαλην. 13. 648, Ἑλλάδ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 532. 13: -[[ἐντεῦθεν]] ὑποκορ. θρῐδᾰκῑνίς, ίδος, ἡ, καὶ θρῐδᾰκίσκη, ἡ, ἴδε [[θρίδαξ]] ἐν τέλ. ΙΙ. [[εἶδος]] ζυμαρικοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 3, Ἀθήν. 114F ([[ὁπότε]] [[εἶναι]] θηλ. ἐπίθ., ἐννοουμένου τοῦ [[μᾶζα]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> laitue sauvage;<br /><b>2</b> sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' [[θριδάκινος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
[κῑ], ἡ, Att. form of Ion. and Dor. θρίδαξ (Ath.2.68f):—
A lettuce, Cratin.330, Hp.Mul.2.136, Amphis 20, Eub.14, Thphr.HP1.12.2; θ. ἥμερος ib.7.6.2. 2 wild lettuce, Lactuca Scariola, Id.l.c.; ἡ πικρὰ θ. ib.9.11.10; in this signf., opp. θρίδαξ, Gal.13.387, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.532B. 3 sea-lettuce, a kind of sea-weed, Aët.12.42 (pl.). II fem. Adj. (sc. μᾶζα), a kind of cake, Luc.Lex.3, Ath.3.114f, Hellad.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
θρῐδᾰκίνη: κῑ, ἡ, Ἀττ. τύπος τοῦ Ἰων. καὶ Δωρ. θρίδαξ (Ἀθήν. 68F, Λοβ. ἐν Φρυν. 130): - τὸ «μαροῦλι», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 13, κτλ., Ἄμφις ἐν Ἰαλ. 1, Εὔβουλ. ἐν Ἀστυτ. 1· ὡσαύτως παρ’ Ἱππ. - μεταγεν., τὸ ἄγριον μαροῦλι, ἀντίθετον τῷ θρίδαξ, Γαλην. 13. 648, Ἑλλάδ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 532. 13: -ἐντεῦθεν ὑποκορ. θρῐδᾰκῑνίς, ίδος, ἡ, καὶ θρῐδᾰκίσκη, ἡ, ἴδε θρίδαξ ἐν τέλ. ΙΙ. εἶδος ζυμαρικοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 3, Ἀθήν. 114F (ὁπότε εἶναι θηλ. ἐπίθ., ἐννοουμένου τοῦ μᾶζα).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 laitue sauvage;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: θριδάκινος.