σαπέρδης: Difference between revisions
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
(6_19) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαπέρδης''': -ου, ὁ, Ποντικὸν [[ὄνομα]] τοῦ ἰχθύος κορακίνου, Ἱππ. 546. 14, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, 546, Ἄρχιππον ἐν «Ἰχθύσι» 10, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 117Α· ἀλλὰ κατὰ τὸν Παρμένωνα, τὸ [[ὄνομα]] ἰδίου εἴδους ἰχθύος, πρβλ. Ἀθήν. 308F· πρβλ. [[σαπερδίς]], Ἡσύχ. [ᾱ ἔνθ’ ἀνωτ., Pers. Sat 5. 134]. | |lstext='''σαπέρδης''': -ου, ὁ, Ποντικὸν [[ὄνομα]] τοῦ ἰχθύος κορακίνου, Ἱππ. 546. 14, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, 546, Ἄρχιππον ἐν «Ἰχθύσι» 10, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 117Α· ἀλλὰ κατὰ τὸν Παρμένωνα, τὸ [[ὄνομα]] ἰδίου εἴδους ἰχθύος, πρβλ. Ἀθήν. 308F· πρβλ. [[σαπερδίς]], Ἡσύχ. [ᾱ ἔνθ’ ἀνωτ., Pers. Sat 5. 134]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού, αλλ. [[κορακίνος]] ή [[πλατίστακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A the fish κορακῖνος, prob. the great Nile-perch, Tilapia nilotica, Hp.Int.25, Ar.Frr.414,686, Archipp.26; a Pontic fish acc. to Archestr.Fr.38.3; σ. τῶν ἐκ τῆς λίμνης PCair.Zen.680.33 (iii B.C.); found in the Maeander, Porph.Abst.3.5; both the κορακῖνος and the πλατίστακος were called ς. acc. to Parmeno ap. Ath.7.308f; cf. σαπερδίς.
German (Pape)
[Seite 861] ὁ, der poetische Name eines gemeinen eingesalzenen Fisches, der frisch κορακῖνος dieß, wahrscheinlich eine Herings- od. Sardellenart; Archestr. u. Timocl. bei Ath. XIII, 339 e; Luc. Gall. 22 hist. conscr. 26.
Greek (Liddell-Scott)
σαπέρδης: -ου, ὁ, Ποντικὸν ὄνομα τοῦ ἰχθύος κορακίνου, Ἱππ. 546. 14, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, 546, Ἄρχιππον ἐν «Ἰχθύσι» 10, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 117Α· ἀλλὰ κατὰ τὸν Παρμένωνα, τὸ ὄνομα ἰδίου εἴδους ἰχθύος, πρβλ. Ἀθήν. 308F· πρβλ. σαπερδίς, Ἡσύχ. [ᾱ ἔνθ’ ἀνωτ., Pers. Sat 5. 134].
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κορακίνος ή πλατίστακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].